ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΓΛΥΚΙΣΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2020. ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ
Το ξεχασμένο χριστουγεννιάτικο γλύκισμα
που κάποτε μετέφερε
σε όλα τα σπίτια το μέγα μήνυμα της ελπίδας!
Πολτός, ρόφημα, χυλός ή γλύκισμα; Ίσως όλα μαζί, ίσως και κάτι περισσότερο... Ήταν μια από τις πιο λαχταριστές λιχουδιές που συνόδεψαν τις μεγάλες στιγμές του ανθρώπινου βίου μα κι ένα έθιμο που κρατήθηκε σχεδόν αλώβητο για αιώνες. Το γνώριζαν οι αρχαίοι, το συνήθιζαν οι Βυζαντινοί, το έψηναν οι δικές μας γιαγιάδες. Απλό στην παρασκευή του, όπως όλες οι νοστιμιές της παραδοσιακής μας διατροφής, δεν χρειαζόταν ούτε δυσεύρετα υλικά, ούτε περίπλοκα σκεύη, μα ούτε και χρόνο παραπανίσιο. Λίγο αλεύρι, κατά προτίμηση σιμιγδάλι, μέλι, σησάμι, κανέλα, ή και βότανα σε κάποιες περιοχές. Καβούρντιζαν το σιμιγδάλι, το έριχναν σε καυτό νερό, έβαζαν μπόλικο μέλι, το ανακάτευαν μέχρι να γίνει παχύρευστο και το πρόσφεραν πασπαλισμένο με σησάμι, κάποτε και με αλεσμένα καρύδια και λίγη κανέλα. Αλλού το έλεγαν θερμόμελο, αλλού λοχόζεμα, αλλού απλώς λουχουνόζουμο.
Παλιά, πολύ παλιά, ήταν το πιο συνηθισμένο γλύκισμα των Χριστουγέννων. Μα το απαγόρεψαν κάποτε κι από τότε άρχισε να αποσυνδέεται από τη μεγάλη γιορτή. Έμεινε μονάχα ως εθιμικό παρασκεύασμα της γέννησης και συνηθιζόταν παντού, από το «ιερόν παλάτιον» των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων μέχρι το τελευταίο χαμόσπιτο της υπαίθρου. Ήταν το δυναμάρι της λεχώνας, μα και το γλύκισμα που συνόψιζε τους πιο ευγενείς συμβολισμούς: τη φροντίδα της γυναίκας από τις άλλες γυναίκες, το μοίρασμα του πόνου, το μοίρασμα των συναισθημάτων.
Κάπως έτσι ξεκίνησε το έθιμο· το πρώτο κιούπι το πρόσφεραν στη λεχώνα, το δεύτερο στη μαμή. Κι ακολουθούσαν όλες όσες παρευρίσκονταν στο μέγιστο θαύμα της γέννησης. Το μοίρασμα, όμως, δεν σταματούσε εκεί. Μαρτυρίες από την Κρήτη (Μεσαρά) μας βεβαιώνουν ότι ακόμη και στα χρόνια του Μεσοπολέμου οι γυναίκες το έστελναν στα σπίτια της γειτονιάς, ή κι ακόμη μακρύτερα, σε συγγενείς και φίλους· ένας μαστραπάς θερμόμελο αρκούσε για να μεταφέρει το ευχάριστο άγγελμα της έλευσης μιας καινούργιας ζωής.
Αυτό ακριβώς έκαναν κάποτε οι γυναίκες ανήμερα των Χριστουγέννων ή την επόμενη· μοίραζαν το λοχόζεμα της Παναγιάς. Γυναίκα ήταν κι Εκείνη, μητέρα. Χρέος απαρέγκλιτο προς τη Μεγάλη Μητέρα θεωρούσαν τη διανομή λουχουνόζουμου στα σπίτια της γειτονιάς. Ένα ανθρώπινο έθιμο κι ένα κοινό παρασκεύασμα μπορούσε να μεταφέρει πιο άμεσα το μεγάλο μήνυμα των Χριστουγέννων και ν' ανανεώσει την οικειότητα με το θείον. Το έθιμο φαίνεται να σταμάτησε νωρίς με παρεμβάσεις της ιεραρχίας· άλλες ήταν οι ανάγκες της εποχής, άλλα και τα αιτούμενα, μέχρι Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο αποκαλούσαν κάποιοι αιρετικοί την Παναγιά!
Τούτη τη μικρή αναφορά στο παλιό χριστουγεννιάτικο έθιμο διάλεξε η οικογένεια Νίκου και Μαρίας Ψιλάκη για να σας μεταφέρει τις πιο θερμές της ευχές, πιστεύοντας ότι εκφράζει τον ψυχισμό ενός λαού και την ποιότητα ενός πολιτισμού που ξέρει και τολμά να συναρθρώνει το θείο με το ανθρώπινο. Μακρινές γιαγιάδες μας ήταν εκείνες που βίωναν τη Γέννηση σαν γεγονός που συνέβαινε σε κάθε οικισμό, σε κάθε γειτονιά, ακόμη και σε κάθε σπίτι, μακρινές γιαγιάδες μας ήταν εκείνες που μοίραζαν το θερμόμελο της μάνας - Παναγιάς μετουσιώνοντας το θείο άγγελμα σε βίωμα. Κι επειδή φέτος τα Χριστούγεννά μας είναι μοναχικά - και μοναδικά στην ιστορία - ας ευχηθούμε να γεννηθεί όχι μόνο σε κάθε σπίτι μα και σε κάθε καρδιά ο Χριστός! Ας γεννηθεί και η ελπίδα μαζί του. Και η προσμονή της καλύτερης μέρας που θα ’ρθει, σίγουρα θα ’ρθει...
Από την οικογένεια Νίκου και Μαρίας Ψιλάκη (μετά των κατιόντων)
Χρόνια Πολλά!