ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ (Ένα ποίημα από τη συλλογή ΟΙΝΟΨ ΠΟΝΤΟΣ)

 

 

Κύριε,

Άναψα γαλαξίες στον τάφο Σου

κι η φλόγα σφηνώθηκε στο φως,

έτοιμη πάλι.

 

Μοιράστηκα στις παρελθούσες προσευχές

και τις μελλούμενες,

αναγνωρίζω πρόσωπα που δεν έχω ξαναδεί,

φωνές που δεν έχω ξανακούσει,

βλέπω χρώματα πλασμένα με δάκρυ,

επιταφίους μετέωρους.

 

Κι εγώ, Κύριε,

δεν έχω τίποτα, τίποτα.

Έρχομαι κάθιδρος από το μέλλον μου

κρατώντας φυλακτό την Αγωνία Σου,

σταματώ στο παρελθόν μου

για να προστατεύσω το χρόνο που ρυτιδώνεται                            

 

διαβάζω το αβέβαιο παρελθόν

και βυθίζομαι στο αβέβαιο μέλλον

 

ακουμπώ τη φωνή μου

στους πανάρχαιους ύμνους,

ακατάληπτες νότες

σαρκώνονται στους θεούς των προγόνων

 

αισθάνομαι πάλι μέσα μου

το ρίγος της αρχαίας φυγής.

 

Θεοί σαν άνθρωποι παρελαύνουν διαρκώς

στην ηχώ της φωνής μου.

 

Ακούω

τους αγγέλους να γανώνουν τα σύννεφα

βλέπω

τον μελιζόμενο αλλ’ ου διαιρούμενο χρόνο

ν’ αναιρεί τη φωνή μου,

υψώνω

το βλέμμα στο Λόγο

κι επιστρέφω καταδιωγμένος ανηλεώς

στα παιδικά μου μάτια.

 

Έτσι

αμόλυντος από μαθητείες,

γυμνός από προσμονή

προσπερνώ αντίστροφα το δρόμο μου

για να κρατήσω το τρυφερό χέρι της Μητέρας·

αίμα ζωοποιόν οι αναμνήσεις μου

στις άυλες φλέβες της·

 

και γονυπετής ικετεύω                  

να μην ξεστρατίσει η παμπάλαια νοσταλγία

για όσα

        

δεν πρόλαβα

και δεν γνώρισα

και δεν έζησα.

 

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Από τη συλλογή "ΟΙΝΟΨ ΠΟΝΤΟΣ - ΦΩΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ" (ΚΑΡΜΑΝΩΡ 2004)