Είναι η τέχνη που πλάθει κόσμους... ("Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές" της Τέσυ Μπάιλα)

Είναι η τέχνη που πλάθει κόσμους...

 

Το μυθιστόρημα της Τέσυ Μπάιλα Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές

ξεκινά από το Κάστρο της Κρήτης κι από την εποχή

της μεγάλης σφαγής αλλά και της μεγάλης ελπίδας:

Τον Αύγουστο του 1898.

 

Αιφνιδιάστηκα όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα, Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές. Και δεν με αιφνιδίασε η γραφή, που την ήξερα άλλωστε, ούτε η αφηγηματική της δεξιότητα, που κι αυτήν την ήξερα από προηγούμενα έργα της. Με αιφνιδίασε, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, η τοπογραφία, η ανθρωπογεωγραφία, οι μικρές καθημερινές συνήθειες, οι μυρωδιές, τα δομικά στοιχεία που σε κάνουν να ξεχωρίζεις τον τόπο. Αίφνης αισθάνομαι πάνω μου το βαρύ βλέμμα κάποιου Μπάκου, ήταν αγουροξυπνημένος, ως συνήθως, κι έβγαζε καλαμένια κοφίνια στην πόρτα του γεμάτα σταφιδωτά και φραντζόλες, έτσι έκανε κάθε πρωί, πριν καλά - καλά ξημερώσει. Τον ήξερα τον Μπάκο κι ας μην είχα προλάβει να τον συναντήσω. Ηπειρώτης, όπως τόσοι και τόσοι φουρνάρηδες του Κάστρου, είχε τον φούρνο του στο Μεϊντάνι και κάποτε πήγαιναν τα κοπέλια μιας άλλης εποχής κι έκλεβαν κουλούρια και καβρουμάδες, μου είχαν μιλήσει γι' αυτόν οι παλιοί Καστρινοί, λόγω εντοπιότητας μόνο τον ήξερα, ήταν κι αυτός ένα από τα πρόσωπα που δεν περνούνε ποτέ στις σελίδες της ιστορίας, απλώς χρωματίζουν την καθημερινότητα μιας γειτονιάς ή μιας πόλης.

Ναι, αλλά πού τον ήξερε η Τέσυ;

Λίγο πιο κάτω ο Περτέβ Εφέντης. Ο γιατρός, που στεγαζόταν κοντά στην Αγιά Κατερίνα και θεράπευε τη σχεδόν ενδημική βλεννόρροια και τη σύφιλη, Τουρκοκρητικός ο Περτέβ, όνομα - σύμβολο, ανακάτευε παλιά και καινούργια γιατρικά, βοτάνια και φάρμακα· ο Θεός κι η ψυχή του. Κάποτε μιλούσα για ώρες με έναν από τους τελευταίους πελάτες του, έναν τυπογράφο που, τακτικός όπως ήταν στα πορνεία του Λάκκου, πάλευε συχνά με τα αφροδίσια κι αναγκαζόταν να γυρεύει τη βοήθεια του Περτέβ Εφέντη.

Ναι, αλλά πού τον ήξερε η Τέσυ;

Και πιο κάτω τα καφέ Σαντάν και τα καφέ Αμάν, ονομασίες κι ονόματα καταγεγραμμένα στο μητρώο της πόλης, και πιο κάτω το Μπαλτά Τζαμί και το Μεϊντάνι και ο αφέντης του Κάστρου ο Άη Μηνάς. Μα, πώς να γράψεις για έναν τόπο αν δεν ξέρεις τους Μπάκους και τους Περτέβ Εφέντες της; Αν δεν έχεις ακούσει τα λαχανιάσματα και τις ανάσες της, αν δεν ξέρεις πώς χαιρετιούνται οι άνθρωποι στους δρόμους, πώς ανοιγοκλείνουν οι πόρτες, πώς μέσα από το μισοσκόταδο προβάλλουν τα μάτια κάποιας Φρόσως, πώς ξυπνά, πώς κοιμάται η πόλη, αν δεν ξέρεις τα γλυκά και τ' αλμυρά της; Ήταν αυτές οι πρώτες σελίδες που άνοιγαν σιγά - σιγά την αυλαία του χρόνου, ναι η Τέσυ Μπάιλα ήξερε, είχε διαβάσει, είχε ρωτήσει, είχε μάθει, μπορούσε να τοποθετήσει τη δράση στον χώρο και τους ήρωές της στον χρόνο. Είναι αρετή κι αυτό, από τις πιο σπουδαίες αρετές του μυθιστορήματος, και θα πούμε λίγο παρακάτω γιατί.

Το μυθιστόρημα της Τέσυ Μπάιλα ξεκινά από το Κάστρο της Κρήτης, μια μέρα σημαδιακή όχι μόνο για το νησί αλλά και για τον ελληνισμό γενικότερα, την ώρα που η μεγάλη καταστροφή γεννούσε τη μεγάλη ελπίδα, Αύγουστο του 1898, τότε που η διαρκώς φθίνουσα μουσουλμανική κοινότητα πρόβαλε τις τελευταίες της αντιστάσεις. Κι αν μίλησα πριν για τον τόπο ήταν γιατί ήθελα να τονίσω ότι το έργο που παρουσιάζομε πατά σε στέρεο έδαφος, η Τέσυ ξέρει να φτιάχνει ιστορίες πλέοντας αρμονικά τον πραγματικό κόσμο με τον κόσμο που επινοεί. Ως κάτοικος του Μεγάλου Κάστρου μπορώ να φανταστώ της πηγές της, μα και να την συγχαρώ συνάμα για τις αναδιφήσεις της ιστορίας, της ιστορίας που διαπερνά κάθε σελίδα του έργου, της ιστορίας που δεν φωνάζει, που δεν κραυγάζει, που αναδεικνύεται ταυτόχρονα πρωταγωνίστρια και κομπάρσα, που υπάρχει σαν υπόστρωμα της αφήγησης, που δεν εξαντλείται σε λεπτομερείς αναφορές γεγονότων, που δεν κουράζει την αναγνώστη.

Είναι, ξαναλέω, μια από τις μεγάλες αρετές τούτου του έργου. Η χρήση της ιστορίας ως σκηνικού και, ταυτόχρονα, η εξακτίνωση σε άλλους χρόνους και άλλους κόσμους. Τι περιμένει κανείς από ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στο παρελθόν; Όχι, φυσικά, ν' αναπλάσει τα ιστορικά γεγονότα, άλλος είναι ο ρόλος της ιστορίας και άλλος της λογοτεχνίας. Ο ιστορικός χρόνος μπορεί να γίνεται αφετηρία, όχι σταθμός. Η λογοτεχνία θέτει συνήθως ζητήματα διαχρονικά, βάζει προβληματισμούς διαχρονικούς και πανανθρώπινους, παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι αλλά δεν τον χειραγωγεί, τον αφήνει να περπατήσει μοναχός και να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τη σκέψη του συγγραφέα κάνοντας συνεχείς διαλόγους μαζί του. Εδώ, σ' αυτές τις σελίδες που αναφέρονται στον μεγάλο σταθμό της Κρήτης, τον Αύγουστο του 1898, η γραφή της Μπάιλα είναι ωμή, σχεδόν νατουραλιστική, δεν έχει ενδοιασμό να αφήσει κηλίδες ανθρώπινου αίματος να πιτσιλίσουν τις λέξεις, δεν υποκρίνεται, γιατί ούτε τα ίδια τα γεγονότα υποκρίνονται ούτε η ιστορία μπορεί να κρυφτεί πίσω από επίπλαστες ευγένειες. Το ίδιο ωμές είναι οι περιγραφές στα μέτωπα του παγκοσμίου πολέμου, το ίδιο και οι σκιαγραφήσεις της βιαιότητας ενός εκρηκτικού αλλά κι επιδεικτικού ανδρισμού, μάλλον κατ' ευφημισμόν ανδρισμού έπρεπε να πω, που καταπιέζει το συναίσθημα και θυσιάζει ακόμη και την πατρότητα.

Για τον πατέρα του Ανέστη μιλώ, ένα πρόσωπο που επινοήθηκε για να επεκτείνει την αφήγηση ακόμη και έξω από το πλαίσιο, έτσι όπως συμβαίνει μερικές φορές και σε πίνακες ζωγραφικής, βλέπεις το έργο και νομίζεις ότι δεν το χωρά το κάδρο, ότι τα χρώματα δραπετεύουν και βγαίνουν έξω από το πλαίσιο. Αγανακτεί κανείς με τούτον τον ήρωα. Είναι ο πατέρας του κεντρικού ήρωα, ένας χαρακτήρας που δύσκολα τον πλάθεις με λέξεις, ένας άνθρωπος που τον βλέπεις μπροστά σου και ξέρεις καλά ότι δεν είναι συγγραφική υπερβολή, μακάρι να ήταν, όχι επειδή είναι έρμαιο του πάθους αλλά επειδή έχουν οριστικά καταργηθεί στον μέσα του κόσμο τα όρια. Πάντα ενδιαφερόταν η λογοτεχνία για τραχείς χαρακτήρες και ανθρώπους παραδομένους στα πάθη. Θυμηθείτε την αρχαία τραγωδία, έτσι για να αναφέρω μονάχα ένα οικείο αλλά και τόσο δικό μας (ελληνικό) παράδειγμα.

Η οικογένεια του κεντρικού ήρωα ζει κάπου κοντά στο Κάστρο της Κρήτης, σ' ένα τοπίο μετέωρο, η συγγραφέας δεν το κατονομάζει, αρκείται μόνο να πει πως βρίσκεται πλάι στη θάλασσα. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Θάλασσα σημαίνει ταξίδι, απόδραση, φυγή, περιπέτεια. Και νόστο κάποτε, κι ερχομούς, κι επιστροφές. Θάλασσα, όμως, σημαίνει και κάτι το ίδιο σημαντικό: έναν άλλο τρόπο να θωρείς και ν' αφουγκράζεσαι τον κόσμο. Να διαβάζεις τις σιωπές, να καταλαβαίνεις τους βρυχηθμούς, ν' αντιλαμβάνεσαι τις λεπτές αποχρώσεις των χρωμάτων. Σκεφτόμουν καθώς διάβαζα το βιβλίο πόσες αποχρώσεις του μπλε του θαλασσινού μπορεί να βάλει κανείς στην παλέτα του. Όχι απλά το απαλό ή το σκούρο, όχι απλά το γαλάζιο ή το λουλακί, μα όλες τις διαβαθμίσεις που συνταιριάζουν με τους ανέμους, με τις βροχές, τις καταιγίδες, με την απανεμιά και τη λιακάδα, με τη γαλήνη των ματιών που τις βλέπουν και με τους τραμπαλισμούς της ψυχής που την ακουμπά μαζί με τις αισθήσεις. Ίσως γι' αυτό να επέλεξε η Μπάιλα έναν ζωγράφο ως βασικό της ήρωα. Ο άνθρωπος αυτός γεννιέται στη θάλασσα, σε μια βάρκα πάνω, κι η θάλασσα στοιχειώνει εσαεί τη ζωή του.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα, ο κόσμος βιώνει την εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων, η Κρήτη γίνεται ημιαυτόνομο κράτος, μορφές ηρώων και μορφές πολιτικών αναλαμβάνουν ρόλους που κανείς δεν φανταζόταν ώς τότε. Η Τέσυ Μπάιλα αντιμετώπισε όλο αυτό τον ρευστό σκηνικό με συγγραφική ψυχραιμία· στο επίκεντρο βρίσκεται πάντα ο μύθος, η πλοκή μιας ιστορίας που αποκαλύπτεται με μαεστρία και που οδηγεί τον αναγνώστη σ' έναν κόσμο που μπορεί να φαντάζει μακρινός κι απρόσιτος αλλά εκείνη ξέρει· υπήρχαν έρωτες και τότε, υπήρχαν πάθη και τότε, υπήρχαν όνειρα και τότε, υπήρχαν χέρια που ζωγράφιζαν και γυναίκες που δεν χωρούσαν στους τέσσερις τοίχους μιας χανιώτικης κατοικίας, ούτε στις γυμνές πόζες των μοντέλων στη Σχολή των Τεχνών.

Δεν είναι εύκολο είδος το μυθιστόρημα, και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα που διαδραματίζεται σε παρελθόντα χρόνο, όταν ιστορία και μύθος συμπλέκονται. Ο συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει σχεδόν τα πάντα, από τα απλά και καθημερινά μέχρι το ύφος, μέχρι το ήθος μιας άλλης εποχής, μέχρι την εκφορά του λόγου, και κυρίως τις νοοτροπίες, τον τρόπο που σκέπτονταν οι άνθρωποι. Και αυτό, νομίζω, αποτελεί παθογένεια για πολλά από τα σύγχρονα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, ακόμη και τα πολύ προβεβλημένα. Παρατηρείς τους ήρωες καθώς κινούνται μέσα στις σελίδες των βιβλίων και περιμένεις να σε παρασύρουν στην εποχή τους, αλλά στο τέλος καταλαβαίνεις ότι είναι μάλλον χάρτινες καρικατούρες, ότι απλώς είναι άνθρωποι του 20ού και του 21ου αιώνα κι ας εγκαταβιούν σε κάποιες αυλές βυζαντινών αυτοκρατόρων ή σε κάποια αντίσκηνα οθωμανικών στρατοπέδων. Η Μπάιλα δεν έχει πέσει σε τέτοιες παγίδες.

Ας είναι κάπως επικαιρική η φιγούρα της Χριστίνας, μιας νέας κοπέλας που ποζάρει γυμνή για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών, μπορεί η ηδονή της δημιουργίας και της αναπαράστασης του κόσμου να διαλέγεται με την ηδονή της σάρκας, αλλά η Χριστίνα είναι γυναίκα της εποχής της, όσο και αν η υπαινικτική ελευθεριότητα μπορεί να ξενίζει όποιον δεν έσκυψε ποτέ ν' αφουγκραστεί τον σφυγμό της κοινωνικής ιστορίας. Το ίδιο και η Ισιδώρα, μια χωριατοπούλα που βρέθηκε στην κλίνη του πολύ μεγαλύτερου χηρεμένου συντρόφου, αλλά και μιας γυναίκας που τη βλέπεις ν' ασφυκτιά κάτω από ένα μαύρο τσεμπέρι, ν' ασφυκτιά στον κλοιό των κοινωνικών καταναγκασμών· πρέπει να προσέξει κανείς όλως ιδιαιτέρως τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον έρωτα και τη γυναικεία παρουσία η Μπάιλα. Μέσα από τρεις - τέσσερις ηρωίδες δίνει μιαν ευανάγνωστη εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας, η αυλή του αθηναϊκού σπιτιού θυμίζει περιγραφές κλασικών κειμένων της ελληνικής λογοτεχνίας, η ηλικιωμένη αστή δεν διαφέρει όσο θα νόμιζε κανείς από την Ισιδώρα των Χανίων, μορφές λαϊκές, που κινούνται σε παράλληλες διαδρομές κι ας είναι άλλες οι πορείες της ζωής τους.

Έτσι εξελίσσεται η αφήγηση, με την απορία να διαχέεται στις σελίδες, η Μπάιλα ξέρει να κρατά τον αναγνώστη της σε εγρήγορση. Και ποιος είναι, άραγε, εκείνος που ανοίγει την πλοκή, εκείνος που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και που κάποτε, στα 1970, επισκέπτεται ένα έρημο σπίτι κάπου κοντά στο Ηράκλειο, λέγοντας ότι μόνον εκείνος μπορούσε ν' ανοίξει τις πόρτες του; Κάπως έτσι ανοίγουν και οι πύλες της μνήμης, καθώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη, ο αφηγητής δεν βιώνει τα γεγονότα αλλά μπορεί να τ' αναστήσει, κάπως έτσι ανοίγουν κι οι πύλες που οδηγούν σε ανώτερες ψυχικές εκφράσεις αναδεικνύοντας τον λυτρωτικό ρόλο της τέχνης. Ναι, λυτρωτικά λειτουργεί σε τούτο το έργο η τέχνη, ένα παιδί μπορεί να δραπετεύσει από τον κόσμο του πλάθοντας διεξόδους με χρώματα, ένας νέος άντρας μπορεί ν' αποτυπώσει την ομορφιά, την ομορφιά που φαντάζει ανέγγιχτη ακόμη κι όταν η σάρκα παραδίδεται στην ηδονή, ένας στρατιώτης να καταγράψει την οδύνη του πολέμου, ένας δραπέτης από τον δρόμο του να συνθέσει χρώματα αναμιγνύοντας το υλικό με το άυλο, το αίμα με τον ασίγαστο πόθο, την προσμονή με την προσδοκία, το όνειρο με τη διάψευση. Και, τέλος, ένας ιδιόρρυθμος ηλικιωμένος ζωγράφος να κλειστεί σ' ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα κι από κει ν' ανεμίζει χρώματα σαν παντιέρες στον άχρονο χρόνο. Είναι η λυτρωτική δύναμη της τέχνης, αυτή νιώθεις να πρωταγωνιστεί σε τούτο το έργο κι ας βλέπεις μπροστά σου κάποιον Ανέστη, κάποιον Μικέλε, που κι εκείνος υπάρχει για να δώσει μιαν άλλη εικόνα της ανθρώπινης περιπέτειας, χοϊκός και ασυγκράτητος, άνθρωπος που ζητά να πιει τη ζωή μονορούφι.

Οι χαρακτήρες είναι πειστικοί, άνθρωποι που νομίζεις ότι κάπου τους έχεις συναντήσει, με τις υπερβολές, τους φόβους, τις αγωνίες και τις ιδιαιτερότητές τους. Η συγγραφέας τους παρακολουθεί καθώς πορεύονται στις ανηφόρες του βίου συνθέτοντας ατομικές τραγωδίες, μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται η δύναμη του ανθρώπου παράλληλα με την ενδόμυχη επιθυμία όλων να γευτούν τη χαρά της ζωής. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για το πεπρωμένο που διαρκώς υφέρπει καθορίζοντας της αφήγησης, αλλά το πεπρωμένο υπάρχει μόνον ως καμβάς πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η ανθρώπινη δράση.

Είναι η τέχνη που πλάθει κόσμους για να χωρέσει όχι μόνο τους ήρωες, όχι μόνο τις μικρές ή τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας, να χωρέσει κι εμάς που, βυθισμένοι στην ανάγνωση του βιβλίου, αναζητούμε, κι εσαεί θ' αναζητούμε, τα μυστικά της. Αυτό έκανε και η Τέσυ. Μας έδωσε ένα μυθιστόρημα μεστό, γραμμένο με αγάπη και γνώση. Στο επίκεντρό του βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος με τις διαχρονικές του αξίες, όπως είναι η αγάπη, η φιλία, ο έρωτας.

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ