Έτσι φτιάχτηκε το πρώτο τιμόνι...

ΣΑΝ ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΣΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΣΑΣ

- Να σου πω μιαν ιστορία; Παλιά, πολύ παλιά, πριν ακόμη γεννηθεί ο παππούς του παππού μου, εμφανίστηκε στο καραβοστάσι του τόπου μας ένα φτωχοντυμένο γεροντάκι με ψαρά μαλλιά κι ολόψαρα γένια. «Καραβομαραγκός είμαι κι εγώ», είπε, «εξήντα χρόνους σκάρωνα και καλαφάτιζα πλοία, μα τώρα στα γεράματά μου βρέθηκα να γυρίζω σαν ψωμοζήτης στους δρόμους. Πέθανε το παλιό μου αφεντικό, πουλήθηκε το μαγαζί, κι ο καινούργιος αφέντης τη σκάρτεψε τη δουλειά, τώρα πια δεν σκαρώνει καράβια, μόνο θαλασσοπνίχτες βγαίνουν από τα χέρια του. Δεν άντεχα να τον βλέπω, θύμωσα, μαλώσαμε,  ανταλλάξαμε κουβέντες βαριές, μέχρι που σηκώθηκα κι έφυγα. Πάρτε με στη δούλεψή σας, εσείς φαίνεστε καλοί, σ' έναν τέτοιον αρσανά ονειρευόμουν από μικρός να δουλέψω. Δεν θέλω λεφτά, μόνο μια μπουκιά ψωμί θα μου δίνετε να μην πεθάνω της πείνας».

Γέλασε ο μάστορας, «πώς να δουλέψεις σε τόσο ζόρικη δουλειά, μπάρμπα; Εσύ δεν μπορείς να σύρεις τα πόδια σου». Αντί ν' απαντήσει το γεροντάκι, πήρε τα εργαλεία κι άρχισε να σχεδιάζει μια βάρκα. Σάστισαν σαν τον είδαν οι άλλοι, πιο σβέλτος τεχνίτης δεν είχε περάσει από τα μέρη τους.

Τον κράτησαν, του παράγγειλαν να σκαρώσει ένα μεγάλο καΐκι, «αν είσαι τόσο καλός όσο λες, θα το φτιάξεις γρήγορα. Σ' εννιά μήνες πρέπει να το παραδώσομε στον πελάτη». Χαμογέλασε ο γέρος, «εννιά μήνες; Τόσο πολύ;»

Χρειάστηκε μόνο τριάντα μέρες για να το φτιάξει. Κι όταν το τέλειωσε φώναξε τους άλλους μαστόρους κι άρχισε να τους δείχνει ένα - ένα τα έργα του. «Να η καρίνα, την έφτιαξα γερή για ν' αντέχει, να κι η κουπαστή, να κι η μπίγα για να φορτώνουν οι ναύτες πιο εύκολα...» Σαν έφτασαν στην άκρη του καϊκιού είδαν ένα κομμάτι ξύλο να κουνιέται πέρα - δώθε. «Τι είναι τούτο;» τον ρώτησε ο αφέντης· τέτοιο πράμα δεν είχε ξαναδεί. «Με γέλασες, γέρο», φώναξε θυμωμένος και σήκωσε το χέρι να τον χτυπήσει. «Τιμόνι το λένε, αφέντη μου, τιμόνι. Θα το κρατάς και θα κουμαντάρεις το πλοίο», απάντησε το γεροντάκι κι έτρεξε να φύγει για να γλιτώσει το ξύλο. Μόνο σαν ταξίδεψε το καΐκι κατάλαβαν...

Ξέχασα να σου πω ότι μέχρι τότε δεν είχαν τα πλοία τιμόνια, τα κυβερνούσε το κύμα κι ο άνεμος, πάλευαν οι ναύτες να τα κουμαντάρουν με τα κουπιά. Μετά το πρώτο ταξίδι, λοιπόν, έτρεξε ο ταρσανατζής να βρει τον γεράκο να του γυρέψει συγχώρεση, μα δεν τον βρήκε. Κατέβηκε στην αμμουδιά και τότε τον είδε να βαδίζει πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα έτσι όπως περπατούμε εμείς στη στεριά. Τον κάλεσε να γυρίσει και να τον κάμει αρχιμάστορα στη δουλειά του, αλλά ο γέροντας δεν απάντησε. Έσυρε φωνή ο αφέντης: «Ε, γέρο, πες μας τουλάχιστο πώς σε λένε και πού μπορώ να σε βρω να ξεπλερώσω το χρέος μου...». «Νικόλα με λένε», αποκρίθηκε, «Νικόλα. Και δεν είναι δύσκολο να με βρεις. Θα 'μαι σ' όλες τις θάλασσες, σ' όλα τα πλοία που ταξιδεύουν...»

   Ο Άη Νικόλας ήταν. Είχε κατέβει στη γης κι έκαμε τον καραβομαραγκό μόνο και μόνο για να δείξει στους ανθρώπους πώς να φτιάχνουν πηδάλια και να κυβερνούν τα καράβια...

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τούτη την ωραία παράδοση την άκουσα μόλις πρόπερσι από έναν παλιό καραβομαραγκό. Μου μίλησε για τη δουλειά του, για τον τρόπο που έχτιζαν τότε τα σκαριά, για τις τελετές καθελκύσεων. Κι όταν έφτασε σε τούτη την ιστορία, σταυροκοπήθηκε· θυμήθηκε τα καΐκια που μαστόρευε για πενήντα χρόνια σχεδόν. Μόλις έμπαινε η κουβέρτα και σκέπαζε το αμπάρι, πριν ακόμη τελέψει τη δουλειά, έφερνε την εικόνα του Άη Νικόλα και την κρεμούσε. Κι όταν παράδινε το σκάφος στον καραβοκύρη, παράδινε μαζί και το κόνισμα.  

«Ξέρεις τι θα πει καράβι χωρίς τιμόνι;» με ρώτησε στο τέλος. «Να, σα να λέμε άνθρωπος χωρίς λοϊσμό».

Θυμήθηκα σήμερα τα λόγια του διαβάζοντας τις ευχές σας για την ονομαστική μου γιορτή. Κι έγραψα τούτη την ιστορία σαν αντίδωρο. Μαζί με μιαν ευχή: Να πορεύεστε πάντα με λοϊσμό, έτσι όπως λέει κι ο παλιός καραβομαραγκός, «με λογισμό και μ' όνειρο», όπως συμπληρώνει ο ποιητής!

Νίκος Ψιλάκης, 6 Δεκεμβρίου 2019