Η άγρια ομορφιά της Κρήτης...

Τόπος πλασμένος με πέτρες, με μύθους και φως...

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Ο στενός χωματόδρομος οδηγεί στο τελευταίο οχυρό του μινωικού πολιτισμού, στο Καρφί των Λασιθιώτικων βουνών, οι βροχές έχουν γδάρει τα αρχαία μονοπάτια κι ο πρωινός χειμωνιάτικος ήλιος κάνει τα χρώματα να λάμπουν. Ξεφυλλίζεις τις σελίδες του χρόνου κι έρχονται στα χείλη του λέξεις - κατασταλάγματα μνήμης: Σελένα, Βιτσιλόβρυση, Σελλί της Αμπέλου... Είναι τα τοπωνύμια που συνθέτουν το πανέμορφο γλωσσικό ψηφιδωτό ενός τόπου που παραμένει αμάλαγος, έτσι όπως ήταν και πριν από έναν αιώνα, ίσως και πριν από πολλούς αιώνες. Μοναδική προσθήκη της νέας εποχής τούτος ο γδαρμένος δρόμος. Ίσως και κάποιο αγροτικό αυτοκίνητο, απ' αυτά που σπανίως ανηφορίζουν σε τούτα τα ψηλώματα.

Προχωρούμε, κανένας θόρυβος δεν ραγίζει τη γαλήνη του πρωινού, ο πολιτισμός του 21ου αιώνα δεν έχει φτάσει ώς εδώ.

Τόπος τραχύς, 1100 μέτρα υψόμετρο, δύσκολο να ζήσει ο σημερινός άνθρωπος σε τούτα τ' αγριοβούνια. Κι όμως, κάποτε, 3.200 χρόνια πριν από σήμερα, έζησαν εκεί οι τελευταίοι Μινωίτες, έτσι λένε οι ανασκαφείς κι οι μελετητές του προϊστορικού πολιτισμού της Κρήτης. Ένας νέος αφέντης είχε κατακτήσει το νησί, οι ακαταμάχητοι Δωριείς.

Ανηφόρισαν, όπως λέγεται, στα βουνά οι παλιοί κάτοικοι της Κρήτης, βρήκαν μια λεύτερη γη, έχτισαν τα σπίτια τους, έφτιαξαν εδώ την πόλη τους, πολύ κοντά σ' ένα πανάρχαιο ιερό κορυφής. Αλύπητα έδερνε ο άνεμος τις πλαγιές των βουνών, όπως αλύπητα τις δέρνει και σήμερα, σκέπαζε το χιόνι τα σπίτια, μα οι Μινωίτες αντέχανε. Δεν ξέρομε πώς τη λέγανε την πόλη τους, ξέρομε μόνο τη σημερινή ονομασία του τόπου: Καρφί. Ένας όρθιος βράχος που δεσπόζει στην πλαγιά του βουνού και μοιάζει με γιγάντιο καρφί φαίνεται πως έδωσε τ' όνομα στην περιοχή.

Κι ύστερα ήρθαν οι μύθοι κι οι θρύλοι. Άλλοι μιλούνε για τα μονοπάτια των θεών, άλλοι για «της τρίχας το γεφύρι» κι άλλοι για Διγενήδες που κι εκείνοι στοίχειωσαν σ' ένα τόπο πλασμένο με πέτρα, με μύθο και φως. Και με χώμα λιγοστό, όσο χρειάζεται για να βλασταίνει ο δίκταμος κι η αντωναΐδα.  

Πρώτος σταθμός στην πορεία μας ο Άι Γιώργης ο Ασφεντάμης. Ένα σύγχρονο ιερό χτισμένο στο μικρό πλάτεμα της γης μάλλον για να γαληνεύει τον τόπο και να μαρτυρεί την αδιάλειπτη παρουσία του θείου στις ψυχές των παλιών ορεσίβιων. Γκρεμοί και ψηλώματα, λαγκαδιές, βράχοι, θάμνοι σπαρμένοι εδώ κι εκεί. Στις κοιλότητες των βουνών, χείμαρροι από πέτρες, χαλασάδες τους λέμε στην Κρήτη. Είναι πέτρες που τις συσσώρεψαν οι αιώνες, εκατομμύρια πέτρες, η μια πάνω στην άλλη, έτοιμες να κατρακυλήσουν στα ριζοβούνια της Δίκτης. Αλλοίμονο σ' όποιον τολμήσει να τις πατήσει, θα κατρακυλήσει κι εκείνος μαζί τους! 

Περπατώ κι αναλογίζομαι όσους βρέθηκαν εδώ κι όσους πέρασαν από τούτα τα μονοπάτια. Μινωίτες, Δωριείς, Βυζαντινοί, γενιές και γενιές, βοσκοί και ρεσπέρηδες που άφησαν ελάχιστα ίχνη στο πέρασμά τους.  

Πώς να κρύψει κανείς τη συγκίνησή του όταν ανηφορίζει στα βουνά της Κρήτης; Όταν θυμάται τον στίχο του ποιητή για τα βουνά που τα σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους, όταν αναζητεί τα βήματα των προγόνων, όταν υποκλίνεται ανυπόκριτα στο μεγαλείο τούτου του μικρόκοσμου;

Ε, λοιπόν, ναι! Είναι οι τόποι της καρδιάς μας. Τα καταφύγια των κυνηγημένων, τα λημέρια των ανταρτών, τ' αραξοβόλια των θεών. Η άγρια ομορφιά της Κρήτης!