Ο ΟΜΗΡΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ... ΤΟΝ ΠΕΝΤΟΖΑΛΗ

 

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Αφορμή για τούτη την ανάρτηση μου έδωσε ένα κείμενο του φλογερού πατριώτη Εμμ. Βυβιλάκη, γραμμένο το 1840 στα Γερμανικά. Ο σπουδαίος αυτός λόγιος, που η πατρίδα μας του οφείλει πολλά, ήταν ένας από τους πρώτους επιστήμονες μετά την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας που μελέτησαν τον λαϊκό μας πολιτισμό σε σύγκριση με τον αρχαίο προσπαθώντας να αντικρούσει τις ανιστόρητες θεωρίες του Φαλμεράγιερ. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τόσο τις προθέσεις του συγγραφέα όσο και τα κίνητρά του μια και η Κρήτη, η ιδιαίτερη πατρίδα του και τόπος στον οποίον επιβίωναν αυθεντικά στοιχεία της αρχαιότητας, είχε μείνει εκτός των ορίων του νέου ελληνικού κράτους.

Όταν εκδόθηκε ολόκληρο το κείμενο στα ελληνικά (2005) σε μετάφραση του πρόωρα χαμένου οραματιστή Σάββα Πετράκη, ο πεντοζάλης είχε αρχίσει να γίνεται θέμα πολλών αντιφατικών συζητήσεων, γι' αυτό και έκανα μερικές επισημάνσεις στο ραδιόφωνο, εκφράζοντας τον απεριόριστο θαυμασμό μου στον Βυβιλάκη για την οξυδέρκεια, τη διορατικότητα και την τόλμη του. Τόλμημα ήταν, ασφαλώς, να περιγράψει τον πεντοζάλη με τα λόγια του Ομήρου και μάλιστα σε μιαν εποχή που είχε αρχίσει να φθίνει ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός. Να τι έγραψε:  

 «Πεντοζαλίτης (ο χορός με τα πέντε βήματα). Πρόκειται για έναν άλλο χορό η εντοπιότητα του οποίου βρίσκεται στις ανατολικές περιοχές της Κρήτης, Κνωσό και Λασίθι. Τον χορό αυτόν, που δεν είναι άλλος από τα «αυτοδαή ορχήματα» του Σοφοκλή κανείς δεν είναι σε θέση να μας περιγράψει καλύτερα από τον Όμηρο όπως παρακάτω, όπου με κάθε λεπτομέρεια παρουσιάζει αυτούς τους εθνικούς μας χορούς και πως ακριβώς χορεύονταν σ' αυτήν την περιοχή πριν από τόσους πολλούς αιώνες».

Αμέσως μετά παραθέτει το απόσπασμα της Ιλιάδας στο οποίο περιγράφεται το χοροστάσι της Αριάδνης

Άγουροι εκεί κι ακριβογόραστες παρθένες είχαν στήσει

χορό, κι ο ένας του αλλού εκρατούσανε 'πα στον αρμό τα χέρια.

Λινό αγανό εφορούσαν όλες τους, καλόφαντους εκείνοι

χιτώνες, απαλά που εγυάλιζαν με λάδι ποτισμένοι.

Φορούσαν όλες ανθοστέφανα στην κεφαλή, κι εκείνοι

χρυσά μαχαίρια που ανακρέμουνταν από λουριά ασημένια.

Κι όλοι τους πότε αντάμα εχόρευαν με πόδια μαθημένα,

τό­σο αλαφριά, σαν όντας κάθεται και τον τροχό του βάζει

ο κανατάς μπροστά, κοιτάζοντας αν εύκολα γυρίζει,

και πότε πάλε αράδες έτρεχαν η μια στην άλλη αντίκρα.

Γύρω εστεκόταν και καμάρωνε τον όμορφο χορό τους

κόσμος πολύς· και πλάι τους κάθουνταν βαρώντας την κιθάρα

ο θειος τραγουδιστής·

(Μτφρ. Ν. Καζαντζάκης -Ί. Θ. Κακριδής)

Μπορεί να φαίνονται γενικευτικές οι απόψεις του Βυβιλάκη, δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε σε ποιαν εποχή γράφτηκαν, όπως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πλήθος μελετητών αναζήτησαν σχέσεις των νεότερων ελληνικών λαϊκών χορών με τους αρχαιότερους και ιδιαιτέρως με την πυρρίχη. («ενόπλιος γαρ όρχησις η πυρίχη» - σχ. στον Αριστοφάνη).

Δεν γνωρίζω αν ο πεντοζάλης έχει καταγωγή από την ανατολική Κρήτη, όπως λέει ο Αμαριώτης Βυβιλάκης, είναι βέβαιο όμως ότι στα χρόνια του χορευόταν σε ολόκληρο το νησί. Αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας άλλος λόγιος, ο διαπρεπής αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης, τον θεωρούσε χορό των Δυτικών! Σε κείμενο του που δημοσιεύτηκε το 1929 έγραψε:

«Σήμερον ο πηδηκτός χορός υπό λύραν επικρατεί εις κεντρικάς και ανατολικάς επαρχίας της νήσου με παραλλαγάς τινας κατά τόπους, εις τας δυτικάς πάλιν οι χοροί είναι ηρεμότεροι, ήτοι ο πεντοζάλης και η σούστα...»

Κανένας, πάντως, δεν είπε ότι ο εμβληματικός χορός των Κρητών υπήρξε νεώτερη «επινόηση». Ο Ξανθουδίδης, μάλιστα, δεν παραλείπει να αναφέρει την περιγραφή του περιηγητή P. Bellon που πήγε στα Σφακιά γύρω στα 1575 και εντυπωσιάστηκε από τους ένοπλους χορούς των Σφακιανών: «Αφού έπιον καλά, ήρχισαν να χορεύουν υπό τον μεγαλύτερον καύσωνα της ημέρας, όχι εις την σκιάν, αλλ' υπό τον ήλιον, αν και ήτο η καυστικοτάτη ημέρα του Ιουλίου. Μολονότι οι ειρημένοι χωρικοί ήσαν φορτωμένοι με όπλα, δεν έπαυσαν να χορεύουν μέχρι νυκτός».

ΚΑΙ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΥΒΙΛΑΚΗ:

Ο ένθερμος αυτός πατριώτης γεννήθηκε το 1806 στο Αμάρι και το 1821 σε ηλικία μόλις 14 - 15 χρονών, σάλταρε σ' ένα πλοίο, πήγε στο Ναύπλιο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες, προκαλώντας τον θαυμασμό των επαναστατών. Πολέμησε για χρόνια γενναία σε στεριά και θάλασσα κι επέστρεψε στην Κρήτη για να υπασπιστή το κάστρο της Γραμπούσας (1827). Μετά την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας ήταν από τους νέους που στάλθηκαν από τον Όθωνα για σπουδές στη Γερμανία. Σπούδασε νομικά, έμαθε τις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες και εξέδωσε το βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω για να αποκρούσει τις θεωρίες του Φαλμεράγιερ.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίστηκε πρόεδρος πρωτοδικών Σύρου, αλλά δεν έμεινε για πολύ σ' αυτή τη θέση. Η πατρίδα, η Κρήτη του, τον καλούσε· μόλις ξέσπασε η κρητική επανάσταση του 1841 (Βασιλογιώργη - Χαιρέτη) κατέβηκε πάλι στο νησί κουβαλώντας ένα μικρό τυπογραφείο κι εξέδωσε την εφημερίδα Ραδάμανθυς. Σε όλη του τη ζωή δεν σταμάτησε ν' αγωνίζεται για την ελευθερία του νησιού του απ' όποιο μετερίζι μπορούσε... Πέθανε το 1880.