Οι αυθεντικοί βρακοφόροι του Κρούστα

 

Μαθήματα πολιτισμού από ένα ορεινό χωριό της Κρήτης

Οι αυθεντικοί βρακοφόροι του Κρούστα

 

του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Είναι μια άτυπη ομάδα χορευτών από τον Κρούστα που, μαζί με τον πολυτάλαντο θυμόσοφο λυράρη και μαντιναδολόγο τον Γιάννη Βάρδα, παραδίδουν μαθήματα πολιτισμού! Αντιστέκονται στην ομοιομορφία που προωθεί το στρεβλό τουριστικοποιημένο φολκλορικό πρότυπο.  Αντιστέκονται στην τυποποίηση που επιβάλει μια μόνο εκδοχή της παλιάς (παραδοσιακής) κρητικής φορεσιάς και προβάλλουν τον ενδυματολογικό τύπο του Μεραμπέλου με τη χάρη και την ομορφιά του. Ανοικτό γιλέκο, κεντητό κεφαλομάντηλο, μεραμπελιώτικο δέσιμο... Ρούχα φυλαγμένα στις κασέλες, κειμήλια πολύτιμα ενός ενδυματολογικού πολιτισμού που αποτελεί πια παρελθόν. Κι είναι να σκέφτεσαι πόσα όνειρα και πόσες ελπίδες είναι κρυμμένες πίσω από κάθε υφάδι και κάθε βελονιά!

Για τον Γιάννη Βάρδα ό,τι και να πεις είναι λίγο. Ο άνθρωπος αυτός μεταφέρει στις νότες και στους στίχους του την Κρήτη. Μα όχι την Κρήτη των στρεβλώσεων που βαφτίστηκαν «παράδοση», ο Γιάννης είναι γνήσιο τέκνο ενός πολιτισμού με αξίες και ήθος. Τίποτα πλαστό, τίποτα νόθο στη δουλειά του. Κάθε φορά που τον ακούω νομίζω πως ένα μαγικό χέρι με μεταφέρει στον χρόνο και με οδηγεί στις ολόδροσες πηγές του λαϊκού μας πολιτισμού, εκείνες τις πηγές που μόνο άνθρωποι σαν τον τροβαδούρο του Κρούστα προσπαθούν με κάθε τίμημα να μην τις αφήσουν να στερέψουν.

Για τον Γιάννη, όμως, έχω μιλήσει κι άλλες φορές. Γι' αυτό σταματώ σ' ένα αδιάσπαστο σύνολο που εκπορεύεται από τον ορεινό τόπο του και δίνει το καλό παράδειγμα σ' έναν κόσμο τόσο επιρρεπή στους εύκολους εντυπωσιασμούς. Ο χορός τούτων των ορεσίβιων Κρουστιανών είναι στρωτός και αυθεντικός, όπως ακριβώς τους τον δίδαξαν οι παλιότεροι στο μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής. Λείπουν τα "τσαλιμάκια" και οι "πήδοι", που όταν τους βλέπομε στις τουριστικές εκδοχές τους, μας θυμίζουν περισσότερο μετα-μοντέρνες χορογραφικές απόπειρες (όχι, βέβαια, επιτυχημένες) και λιγότερο παραδοσιακούς χορούς.

Τους καμάρωσα! Όπως καμάρωσα και τον Βάρδα που, όπως ρέει το αίμα στις φλέβες του λες πως ρέουν οι νότες της αγέραστης μουσικής μας κληρονομιάς. Ούτε ο Βάρδας είναι επαγγελματίας. Επιμένει να βόσκει τα πρόβατα στις πλαγιές των Μεραμπελιώτικων βουνών και να απολαμβάνει τη ζωή όπως απολαμβάνει και τον Ερωτόκριτο, που φαίνεται να τον τραγουδά από παιδί. Η μουσική είναι συντρόφισσά αχώριστη κατά τις ώρες της βουνίσιας μοναξιάς του. Όπως είναι και το βιβλίο. Διαβάζει τα πάντα!

Χρειαζόμαστε σήμερα πιο πολύ ατούς τους ιδιότυπους "ερασιτέχνες". Μπορεί να έχουν κι εκείνοι μικροφωνικές εγκαταστάσεις, ιδιαίτερα όταν παίζουν σε ανοιχτούς χώρους, αλλά ξέρουν μέχρι που φτάνουν τα όριά τους. Δεν μας ξεκουφαίνουν. Ίσως επειδή ξέρουν πως ο δυνατός ήχος που συνηθίζεται από πολλούς σήμερα, σκοτώνει τη μελωδία και καταστρέφει τις πιο λεπτές αποχρώσεις της μουσικής μας παράδοσης. 

Είναι απόλαυση να ακούς ένα "ερασιτέχνη" σαν τον Βάρδα, να απολαμβάνεις τον ήχο και παράλληλα να χορταίνεις την αρμονία στο ταίριασμα του ήχου της λύρας με την κίνηση του χορού. Σε μερικά ορεινά χωριά φαίνεται πως μπορεί να συναντήσει κανείς την Κρήτη των βιωμάτων του, αν είναι Κρητικός και έχει ζήσει την τοπική παράδοση στην προ-νεοτερική εκδοχή της. Οι άνθρωποι της φωτογραφίας το αποδεικνύουν. 

Η κρητική φορεσιά

Σπουδαίο κεφάλαιο η παλιά φορεσιά της Κρήτης. Έχει απασχολήσει λόγιους και ημιλόγιους ερευνητές, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την καταγωγή και την προέλευσή της. Άλλες απ' αυτές καταλήγουν σε λογικές ή λογικοφανείς ερμηνείες και άλλες σε αστήρικτες υποθέσεις.  Ίσως από τις πιο σημαντικές μελέτες που γράφτηκαν μέχρι σήμερα για την παλιά φορεσιά των Κρητικών, ανδρών και γυναικών, είναι εκείνη της Ευαγγελίας Φραγκάκι. Τυπώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και διέσωσε αρκετά στοιχεία τόσο για τις αντρικές και τις γυναικείες ενδυμασίες όσο και για την κρητική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα. Ανεξάρτητα από τη θεωρητική της προσέγγισή της, η Φραγκάκη είχε καταφέρει να μεταφέρει το βίωμά της και να μας αφήσει την πολύτιμη προσωπική της μαρτυρία. Ακολούθησαν άλλοι ειδήμονες, όπως η Ζώρα (1971) που είχε μελετήσει σε βάθος τη λαϊκή τέχνη και το έργο της θεωρείται αξεπέραστο ακόμη και σήμερα. 

Θυμήθηκα τη Φραγκάκι βλέποντας τους γερόντους και τις μεσόκοπες γυναίκες από τον Κρούστα. Το βίωμα είναι και εδώ το στοιχείο που καθορίζει τη μορφή της φορεσιάς αλλά και τον ρυθμό. Και την κίνηση! Οι άντρες επιμένουν να φορούν τα ανοιχτά γιλέκα και τις μακριές φουφουλωτές βράκες, όπως γινόταν πάντα στις αγροτικές περιοχές του νησιού. (άλλο ήταν το αστικό πρότυπο με τις κοντές και στητές φουφούλες).

Η κρητική φορεσιά αποτελεί τώρα και πολλές δεκαετίες παρελθόν. Οι τελευταίοι βρακοφόροι έζησαν στα ορεινά της Κρήτης μέχρι το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Αλλά και τότε οι άνθρωποι που επέμεναν να ντύνονται με τις στολές αυτές ήταν ελάχιστοι. Η μεγάλη ενδυματολογική αλλαγή είχε αρχίσει έναν αιώνα πριν, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν δυο λογιώ ράφτες στο νησί. Οι τερζήδες (κάποιοι τους έλεγαν και λεβεντοράφτες, αλλά ο όρος είναι μάλλον νεότερος) και οι φραγκοράφτες. Το ευρωπαϊκό πρότυπο, που έδειχνε καθαρά και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της κοινωνίας, επικράτησε σταδιακά τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο, με αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά την εικόνα της Κρήτης.

Η κρητική βράκα αποτελεί ένα ελκυστικό θέμα για μελέτη και έχει απασχολήσει κατά καιρούς πολλούς επιφανείς ερευνητές και μελετητές. Έχουν ειπωθεί (και γραφτεί) πολλά μέχρι σήμερα γι' αυτήν. Έχουν διατυπωθεί οι πιο πιθανές και οι πιο απίθανες εκδοχές για την ιστορία και την προέλευσή της. Είναι δύσκολο ακόμη και να τις αναφέρει κανείς. Φαίνεται, όμως, ότι σήμερα δυο βασικές θεωρίες προσελκύουν πιο πολύ την προσοχή των ειδικών. Σύμφωνα με την πρώτη, η βράκα αποτελεί εξέλιξη ενός ασιατικού φουφουλωτού πανταλονιού, της αναξυρίδας. Το φορούσαν οι Πέρσες κι απ' αυτούς το παρέλαβαν, λένε, οι Κρήτες κι οι άλλοι νησιώτες του Αιγαίου. Σύμφωνα με τη δεύτερη η κρητική και η νησιώτικη βράκα μας ήρθε από την Αλγερία. Οι Αλγερίνοι πειρατές που έφταναν στα ελληνικά νησιά, λεηλατούσαν τις περιουσίες και έπαιρναν σκλάβους τους ανθρώπους, φορούσαν βράκες. Απ' αυτές λέγεται πως τις εμπνεύστηκαν πρώτοι οι Κρητικοί και μετά οι υπόλοιποι νησιώτες. Λέγεται, ακόμη, ότι οι Κρητικοί φόρεσαν αυτές τις φουφουλωτές φορεσιές για να φαίνονται κι αυτοί από μακριά Αλεγρίνοι και να ξεγελούν τους πειρατές με την εμφάνισή τους.

Ότι και αν ισχύει, ένα είναι βέβαιο: Οι βράκες, τα μεϊντανογέλεκα, οι σακόφουστες, οι σάρτζες, οι μεραμπελιώτικες κούδες, τα σαρίκια, τα ρασίδια (ή και γαμπάδες) αποτέλεσαν αναπόσπαστα στοιχεία ενός πολιτισμού που αναπτύχθηκε ως ολότητα αλλά μπορούσε να διατηρεί τις τοπικές ιδιαιτερότητες.