Καλοκαίρι σ’ ένα ελληνικό χωριό θα πει πατρίδα. Αλλά και πατρίδα νομίζω πως θα πει καλοκαίρι...

Ευχαριστώ τον φίλο που μου θύμισε το απόσπασμα...

Βρέθηκε στο πατρικό του, στο χωριό, κάτω από την κρεβατίνα που επιμένει να προσφέρει ανάσες ζωής σ' ένα κλειστό σπίτι, κι άκουσε το καλημέρισμα της γειτόνισσας. Έτσι όπως το είχε πριν από λίγες μόλις ημέρες διαβάσει στο ταπεινό πόνημά μου «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν».

«Σελίδα 114», είπε.

Μεταφέρω κι εδώ ένα μικρό απόσπασμα, λέξεις - σπονδές και στη δική μου μνήμη:  

«...Όσο περνούσαν οι μέρες ξυπνούσαν τα όνειρα. Καλοκαίρι σ’ ένα ελληνικό χωριό θα πει πατρίδα. Από τότε που βρέθηκα να διασχίζω μ’ ένα καράβι τα πέλαγα ονειρευόμουν το ταξίδι του γυρισμού. Θα ήταν, έλεγα, καλοκαίρι, θα ραχάτευε το χωριό παραδομένο στη γλύκα του πρωινού ύπνου κι εγώ θ’ άνοιγα την πόρτα του πατρικού μου, θα ξεφώνιζα για να μ’ ακούσουν ακόμη κι οι πέτρες, θα χόρταινα τις αγκαλιές και μετά θα ξεχυνόμουν στους δρόμους· όλα τα ταξίδια της επιστροφής τα σχεδίαζα έτσι, να φτάνω πριν το ξημέρωμα για να μην χάνω ούτε μιαν αχτίδα απ’ αυτό το διάφανο φως [...]

Αλλά και πατρίδα νομίζω πως θα πει καλοκαίρι. Μυρωδιά βασιλικού και ντομάτας, ένα πεπόνι κομμένο στη μέση, ένας ήλιος που ξέρει να τρυπώνει μέσα από τα φύλλα της κρεβατίνας, μια στάμνα γεμάτη νερό και στην πόρτα μια μάνα να σκουπίζει τα χέρια στην ποδιά της και να προσπαθεί να μαζέψει κάμποσα κουτσούβελα γύρω από ένα τραπέζι. «Ώρα φαγητού, δεν χορτάσατε το παιχνίδι;» Όχι, μητέρα, δεν το χόρτασα. Ούτε τ’ απανωτά τσακώματα και τ’ απανωτά φιλιώματα με τον Ιδομενέα, με τον Νικόλα και με κάποιαν Ροδαμνή, δεν την ξεχνώ και τη Ροδαμνή, κι ας τη φωνάζουν αγοροκόριτσο. Μα πιο πολύ δεν χόρτασα τούτα τα καλοκαιρινά πρωινά, την ώρα που ανοίγουν οι πόρτες κι ακούς σαν αντίλαλο που δεν λέει να τελειώσει εκείνο το «καλημέρα γειτόνισσα» και μυρίζεσαι ντάκο κριθαρένιο με ψιλοκομμένη ντομάτα, μυζήθρα και ρίγανη, νομίζω πως καλύτερο πρωινό δεν έχει ανακαλύψει ο άνθρωπος.

Άνοιξα την πόρτα της μεσαυλής, ήταν ακόμη πρωί, ένα μικρό φορτηγό ξεκινούσε για τη θάλασσα μ’ ένα τσούρμο ανθρώπων πάνω στην καρότσα του, ακόμη κι εκεί που στεκόμουν έφτανε η μυρωδιά του τηγανισμένου κεφτέ, το απόλυτο σύμβολο της ελληνικής εκδρομής παραμόνευε μέσα σε καλάθια και ψάθινες τσάντες...»

Και πάλι σ' ευχαριστώ, Κώστα. Είναι κοινές οι συγκινήσεις που πηγάζουν από κοινά ή συλλογικά βιώματα!

 

ΣΗΜ. Η φωτογραφία στον τίτλο είναι από τις δοκιμές που έγιναν προκειμένου να επιλεγεί εξώφυλλο για το ιστορικό μυθιστόρημα  "Κι οι θάλασσες σωπαίνουν", εκδ. ΚΑΡΜΑΝΩΡ, 2018.