Τι χωρεί, λοιπόν, σ' ένα ποίημα; (Υπέρ Μαργίτη του Λουκά Παπαδάκη)

Τι χωρεί, λοιπόν, σ' ένα ποίημα;

(Ξανα)διαβάζοντας τον Μαργίτη του Λουκά Παπαδάκη (Υπερ Μαργίτη, εκδ. Οδός Πανός, 2019)

 

Χρόνια τώρα τον παρακολουθώ τον Λουκά, τέκνο άξιο ενός υπέροχου ανθρώπου, εξαίρετου φίλου και γερού φιλολόγου, του Δημήτρη Λουκά Παπαδάκη. Κι όλα τούτα τα χρόνια συνεχίζει να με εντυπωσιάζει με την ευρυμάθεια, τους ανοικτούς ορίζοντες του μυαλού του και, κυρίως, με την ποίησή του. Ομολογώ πως έχω σκύψει πολύ πάνω στους στίχους του, άλλοτε για να απολαύσω την αισθητική της γραφής, άλλοτε για να ανακαλύψω τις λέξεις πίσω από τις λέξεις. Οδοντίατρος είναι αλλά και θεράπων των Μουσών, λογοτεχνία (πρωτίστως ποίηση) και ιστορία οι αχώριστες συντρόφισσές του (ο ογκώδης τόμος του για τον Μελέτιο Μεταξάκη αποτελεί δείγμα μόνο της δουλειάς του).

Τούτη τη φορά ανέσυρε από τη στάχτη των αιώνων μια περίεργη μορφή του μύθου, έναν αντιήρωα, σύλληψη προφανώς κάποιου σπουδαίου λόγιου του αρχαίου κόσμου, που τολμούσε να ανατέμνει τους ανθρώπινους χαρακτήρες και να εστιάζει στην άλλη όψη των πραγμάτων. Επιτομή της απραξίας ήταν ο μυθικός Μαργίτης, προικισμένος με τόνους δοκησισοφίας, αλλά χωρίς κανένα πραγματικό τάλαντο. Ήταν ο «πάντων αβελτερώτατος», σύμφωνα με τον Υπερείδη.

 Η λογοτεχνία δεν εστιάζει συχνά σε τέτοιους χαρακτήρες. Χρειάζεται γερή γραφίδα για να μπορέσεις να συνομιλήσεις με την ιδιοτυπία της αδράνειας ή του συναισθηματικού κενού (παράδειγμα ο Ξένος του Καμύ που ανέφερα στο χτεσινό σημείωμα). Ο Μαργίτης, όμως, φαίνεται να αποτελεί αρχέτυπο, μια και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κατά την πρώιμη εποχή της ιωνικής μυθιστορίας βρέθηκε δημιουργός που απεμπόλησε τα ηρωικά πρότυπα και έπλασε έναν τέτοιο ήρωα. Σταχυολογώ αναφορές: «Μαργίτης ο άφρων, από του μαργαίνειν, ό έστι μωραίνειν...» (Σουητώνιος). «Μαργίτης, ο ανόητος» (Ζωναράς). «...ούτ' αροτήρα, ούτε σκαπτήρα, ούτε άλλο τι των κατά τον βίον επιτηδείων είναι...» (Μέγας Βασίλειος).

Αλλά ας μην σας παρασύρω σε τέτοιας λογής αναζητήσεις. Ποιητικό είναι το νέο πόνημα του Λουκά Υπέρ Μαργίτη (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2019). Μια συλλογή 18 ποιημάτων, με πυκνές αναφορές στις ολόδροσες πηγές της έμπνευσής του, πρωτίστως την Ελληνική Γραμματεία από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους, από τον Όμηρο, τον Αρχίλοχο, τον Αλκαίο μέχρι τον Χορτάτζη και τους νεότερους, όπως τον Σολωμό, που άλλοτε τους βλέπεις κι άλλοτε αντιλαμβάνεσαι ότι είναι παρόντες, κρυμμένοι πίσω από εικόνες και λέξεις.

Παρών και ο Μαργίτης, παρών ως σύνοψη, ως εικόνα μιας διαχρονικής ιδιοτυπίας, παρών ακόμη κι όταν ο ποιητής δεν δηλώνει την παρουσία του. Άλλωστε...

 

...Κανείς ήρωας δεν είναι αρκετός [...]

οι ήρωες παράγουν νεκρούς,

σημειώνει ο Λουκάς και μας αφήνει άφωνους.

Ή, λίγο πιο πριν:

 

...η πορεία μας χαράσσεται από σειρά λαθών

και διορθώνεται από τυχαία σφάλματα.

 

Αχ αυτό το παιγνίδι με τις λέξεις! Άραγε, τι θα ήταν η ποίηση χωρίς τις λεπτές αποχρώσεις τους; Λάθος και σφάλμα. Αν οι λέξεις αυτές ήταν απλώς συνώνυμες, ο γλωσσοπλάστης λαός δεν θα χρειαζόταν να τις ανακαλύψει και τις δυο. Ποιητικοί δόμοι που πρέπει να ξέρεις πώς χτίζονται. Δεν χρειάζεται ν' ανατρέξεις σε λεξικά. Να σκεφτείς χρειάζεται.

Ο Μαργίτης, λοιπόν. Και ο απέραντος κόσμος της ιστορίας, της λογοτεχνίας, του μύθου. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνει το ποίημα ο Λουκάς. Και το υφαίνει με τόσα πλουμίδια που σε κάνουν συχνά να σταματήσεις την ανάγνωση για να χορτάσει το μάτι σου. Ή και να στύψεις το μυαλό σου. Στίχος μεστός, με μια δυναμική που ξαφνιάζει και πυκνές αλληγορίες που μεταθέτουν τους χρόνους ή επαναφέρουν στη δίνη του 21ου αιώνα εικόνες από το μακρινό παρελθόν. Μπορεί να μη μοιάζουν οι εποχές, μοιάζουν όμως οι άνθρωποι. Σωστά εμπλούτισε τον στίχο με παραπομπές και υποσημειώσεις. Θα ήταν δύσκολο, ακόμη και για κάποιον πολυμαθή σημερινό αναγνώστη, να παρακολουθήσει τη διαδρομή της έμπνευσής του, πρόσωπα και πράγματα, αποσπάσματα από αρχαία κείμενα, μέχρι και λέξεις ιδιωματικές αλλά τόσο ποιητικά ρωμαλέες. Για παράδειγμα η σκλώπα, ο Δευτερόλης ή και το θυμίζω, που χρησιμοποιείται σ' ένα από τα ποιήματα της συλλογής, ρήμα με διπλή σημασία στον τόπο καταγωγής του ποιητή, την Κρήτη. Όχι δηλωτικό της μνήμης μονάχα ή της ανάμνησης, δηλωτικό και της ερωτικής επιθυμίας!

Είναι τότε που

...ένα κομμάτι άγνωρης λέξης

μας πλησιάζει με οικειότητα

λέει ο Λουκάς. Όλες οι λέξεις μας πλησιάζουν με οικειότητα. Ακόμη και αυτές που δεν γνωρίζομε. Όπως και όλες οι εικόνες, και οι μύθοι και τα αρχέτυπα. Σε τούτη την ποιητική συλλογή όλα μας πλησιάζουν με οικειότητα, κι ας αναρωτιέται κανείς αν έχει δίκιο ο ποιητής όταν λέει ότι...

Όλα αυτά δεν χωρούν σε ένα ποίημα!

Τι χωρά, λοιπόν, σ' ένα ποίημα; Ο τόπος, ο χρόνος, ο άχρονος μύθος. Κυρίως, όμως, χωρά η αγωνία του ποιητή (και ποιος ποιητής δεν είχε αγωνία;), ο κόσμος στον οποίο βαδίζει, ο δρόμος που άλλοτε είναι χαραγμένος στην ιστορία και άλλοτε παίρνει ονειρικές διαστάσεις. Ο λόγος για το τελευταίο ποίημα του βιβλίου με τις ποικίλες ονομασίες και τους ποικίλους συμβολισμούς του Δρόμου.

Εγώ ειμί η οδός...

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να κλείσει τούτο το σύντομο σημείωμα παρά με τον τελευταίο στίχο του ποιητή. Συνεχίζει να μιλά για τους δρόμους.

Και είπεν ο Μαργίτης:

Ο μόνος δρόμος που σε πάει κάπου είναι ο αδιέξοδος.

Εμένα πάντως με πήγε «κάπου» η ποίησή σου, Λουκά.

                                         

                                                                          ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ