ΕΒΛΕΠΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑ ΚΑΙΝΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ

3 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941 - ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ...

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ: ΜΟΝΑΧΟΙ ΞΑΝΑΧΤΙΣΑΜΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ

 

 

Από μακριά έβλεπε το χωριό του να καίγεται. Εκρήξεις παντού, πυροβολισμοί, χαλασμός κόσμου. Οι Γερμανοί είχαν βάλει φωτιά και οι φλόγες ανέβαιναν στα ύψη κατακαίοντας τους κόπους των ανθρώπων, τα λάδια, τα γεννήματα της γης, τα υφαντά, τις προίκες των κοριτσιών. Είχαν περιχύσει τις κασέλες με λάδι, ίσως να μην υπάρχει καλύτερη τροφή για τη φωτιά από το μαλλί που ποτίστηκε με το λιόλαδο.

Το χωριό είχε ήδη αδειάσει, γυναίκες και παιδιά έφευγαν από τον τόπο της συμφοράς αναζητώντας ελπίδα κι απόσκιο. Έκλαιγαν και μοιρολογούνταν· ποιός αντέχει να βλέπει το βιος του ν' αφανίζεται. Τότε γύρισε και κοίταξε πίσω... 

 

Κάντανο το λέγανε το χωριό. Κι εκείνον Ευτύχη, είχε το πιο συνηθισμένο όνομα του Σελίνου, Ευτύχη Μαλανδράκη. Ήταν μόλις 16 χρονών και το αίμα του έβραζε.

 

Εμπειρία μεγάλη ν' ακούς αφηγήσεις. Να βλέπεις με τα μάτια των άλλων τον κόσμο και να ψηλαφίζεις ψυχή και συναίσθημα. Μα πώς να περιγράψει κανείς την απόλυτη συμφορά; Ο μεγάλος πόνος είναι βουβός, ακόμη και το δάκρυ στερεύει.

Γνώρισα τον Ευτύχη στο Παγκόσμιο Συνέδριο Κρητών, στα Χανιά, καλοκαίρι του 2013. Προήδρευα σε μιαν συνεδρία όταν είδα έναν γέρο να σηκώνεται και να υψώνει στεντόρεια τη φωνή του: «Ακούω να μιλούνε για την κρίση. Μα οι τόποι ξανακτίζονται όταν το θέλουν οι άνθρωποι». Τον έψαξα στο διάλειμμα. Κι ήταν σαν να ζούσα στιγμές από το μυθικό παρελθόν του νησιού μου. Τότε που η γενναιότητα δεν ήτανε λόγια, ούτε άσκοπες μπαλοθιές στον αέρα.  Ο Ευτύχης είχε έρθει από τη Νέα Υόρκη, εκεί κατέληξε μετά τον πόλεμο. Κι εκεί πρόκοψε.  

Θαύμασα τον λόγο του. Κοφτός, άμεσος, εύστοχος. Κι ας έμοιαζε παράταιρος μέσα σε ένα συνέδριο όπου αναπτύσσονταν μεγάλες ιδέες, ακούγονταν αριθμοί, γινόταν λόγος για έργα υποδομής.

Ο γέρος συνέχισε:

-Γεννήθηκα στην Κάνδανο, είδα το χωριό μου ερείπιο. Το ισοπέδωσαν οι κατακτητές το 1941, το κατάστρεψαν. Αλλά σαν έφυγαν οι Γερμανοί, εμείς την ξαναχτίσαμε την Κάνδανο. Τρακόσα δώδεκα μεροκάματα έκαμα εθελοντική εργασία. Μαζευτήκαμε όλοι μαζί και βάλαμε μπροστά. Χτίσαμε πρώτα το σχολείο, μετά το Ειρηνοδικείο, μετά τα άλλα δημόσια κτήρια. Και μετά τα σπίτια μας.

 

Πολλές φορές είχα ακούσει αφηγήσεις και είχα διαβάσει κείμενα σχετικά με την καταστροφή της Κανδάνου. Αυτή τη φορά, όμως, η περιγραφή ήταν διαφορετική. Ο λεβεντόγερος που βρήκε απόσκιο στη Νέα Υόρκη δεν έμενε τόσο στην εξιστόρηση των ηρωικών στιγμών του χωριού του. Ούτε της τραγωδίας που ακολούθησε. Έδινε σημασία στην επόμενη μέρα. Γιατί πάντα υπάρχει μια επόμενη μέρα. Ακόμη και μετά από τη χειρότερη συμφορά. Και τότε πρέπει να βρει κανείς το κουράγιο να ξεπεράσει τον πόνο, να αφήσει παράμερα τον θρήνο και να ξαναχτίσει τον κόσμο.

-Μαζευτήκαμε όλοι, με μπροστάρη τον Πρόεδρο, φτιάξαμε ασβεστοκάμινα, πήραμε τους λοστούς και τους κασμάδες. Είπανε ότι πρέπει να ξεκινήσομε από το σχολείο. Να πάνε πάλι τα παιδιά στα θρανία τους. Δεν επεριμέναμε κανένα κράτος. Δεν επεριμέναμε από τους άλλους. Θες το πιστεύεις, θες δεν το πιστεύεις. Αυτά τα χέρια που βλέπεις έκαμαν τρακόσα δώδεκα μεροκάματα σε εθελοντική εργασία. Για να χτίσομε αποξαρχής την Κάνδανο.

 

Την ιστορία της Καντάνου δεν την ξεχνά. Οι Γερμανοί είχαν φτάσει ώς εκεί στις αρχές του Ιούνη του 1941, λίγο μετά τη μάχη της Κρήτης. Βρήκαν ένα λαό ανυπότακτο. Οι Κρητικοί της εποχής ζούσαν στον απόηχο των μεγάλων σηκωμών της Κρήτης. Οι πιο μεγάλοι θυμούνταν τις τελευταίες επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Θυμούνταν και το Θέρισο. Ήξεραν καλά πως ο πόλεμος θέλει παλληκαριά κι αντρειοσύνη. Πως η λευτεριά δεν είναι δώρο που χαρίζεται. Άλλωστε, οι Σελινιώτες είχαν μάθει να ζουν επικίνδυνα, είχαν πολεμήσει την πιο σκληροτράχηλη Τουρκιά που έζησε ποτέ στα χώματα της Κρήτης. Και ήξεραν ότι ο πόλεμος έχει τους κανόνες του. Λογάριαζαν, όμως, χωρίς τον περίφημο νεογερμανικό πολιτισμό. Και ο εγωκεντρισμός της αρίας φυλής δεν επιτρέπει σε κανέναν άλλον να αναδεικνύεται νικητής μέσα από τη μάχη. Έτσι και τότε. Χρησιμοποίησαν τη δύναμη του ισχυρού. Έφεραν τανκς και βαρύ πυροβολικό, ισοπέδωσαν την Κάνδανο, δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα. Κουβάλησαν ρουχισμό, υφαντά και λάδι από τα σπίτια, έβαλαν φωτιά.

Φεύγοντας στήσανε την περίφημη επιγραφή τους "Εδώ υπήρχε η Κάνδανος". Υπήρχε. Δηλαδή, δεν υπάρχει πια!

 

Είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές κραυγές της ιστορίας αυτό το "Εδώ υπήρχε η Κάνδανος". Το κεφαλοχώρι που ο γερμανοναζισμός αποφάσισε να σβήσει από τον χάρτη.

Λογάριαζαν, όμως, χωρίς τους Ευτύχηδες, χωρίς τους άντρες και τις γυναίκες του χωριού. Εκείνους που την ξανάχτισαν.

Νίκος Ψιλάκης

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΓΙΑ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ: 

Για τυχόν αναδημοσιεύσεις είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η παράθεση ενεργού συνδέσμου: 

http://karmanor.gr/el/article/evlepe-toys-germanoys-na-kaine-horio-toy