Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΝΤΩΝ: Συναρπαστική αλληλοσυμπλήρωση μυθοπλασίας και Ιστορίας

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29/05/2022

ΒΙΒΛΙΟ

Ο Φίλιππος και η Μάρλις στο Γκαίρλιτς

Συναρπαστική αλληλοσυμπλήρωση μυθοπλασίας και Ιστορίας

Ελληνες στρατιώτες στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας το 1917, όπου έχει εκπατρισθεί το 4ο Σώμα Στρατού από τη φιλοβασιλική διοίκησή του, μένοντας απόλεμο, με τα βουλγαρικά στρατεύματα να καταλαμβάνουν αμαχητί τη Μακεδονία. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ Γ. ΤΖΑΝΗ

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ

31.05.2022 • 23:43

 

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Η κραυγή των απόντων
εκδ. Καρμάνωρ,
Ηράκλειο 2021 σελ. 464

Αριστος γνώστης της ιστορίας και λαογραφίας της Κρήτης, συγγραφέας πρωτοποριακών για την παραδοσιακή διατροφή βιβλίων, εκδότης (κείμενα – φωτογραφίες) του δίτομου μνημειώδους έργου «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης» (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), μακρόχρονος και συστηματικός ερευνητής του λαϊκού πολιτισμού, του οποίου πληθώρα πρωτογενών στοιχείων προβάλλει με τις εντυπωσιακές «Λαϊκές Τελετουργίες στην Κρήτη – Εθιμα στον κύκλο του χρόνου», ο Νίκος Ψιλάκης επαξίως παίρνει διακεκριμένη θέση στον λογοτεχνικό χώρο με τα μυθιστορήματά του «Και οι θάλασσες σωπαίνουν», «Πολυφίλητη», «Δυο φεγγάρια δρόμο», τα οποία γνώρισαν πολλές εγκωμιαστικές κριτικές.

Στις λογοτεχνικές δημιουργίες του ευπατρίδη Κρητός προστίθεται και η πρόσφατη, με τον μεταφυσικής υφής τίτλο «Η κραυγή των απόντων», μυθιστόρημα με πάθη, περιπέτειες και αναγνωρίσεις, στοιχεία που παραπέμπουν σε μορφή αρχαίας τραγωδίας, όπου «φόβος και έλεος» κατά την αριστοτελική έκφραση, με παρεμβολή στο κείμενο, ωσάν ιντερμέδιων, επιλεγμένων στοιχείων δημώδους ποίησης και έντεχνης στιχουργίας. Κύριο πρόσωπο της διήγησης ο Φίλιππος Δαμιλάς που, αρχές του 20ού αιώνα, ξενιτεύεται για λίγο στην Αμερική, επιστρέφει στην Ελλάδα εθελοντής στον Μακεδονικό Αγώνα και στη συνέχεια, κατά τη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται σε στρατόπεδο της Γερμανίας, στην πόλη Γκαίρλιτς, όπου έχει εκπατρισθεί το 4ο Σώμα Στρατού από τη φιλοβασιλική διοίκησή του, μένοντας αφοπλισμένο και απόλεμο, με τα βουλγαρικά στρατεύματα να καταλαμβάνουν αμαχητί τη Μακεδονία.

Η πόλη του ακούσιου εκπατρισμού των Ελλήνων στρατιωτών –γεγονότος μοναδικού στην παγκόσμια ιστορία–, γραφική αλλά μαραζωμένη από τις συνέπειες του πολέμου, με έλλειψη τροφίμων και τους άντρες στα χαρακώματα, παίρνει και πάλι μια κάποια ζωή με την άφιξη των Ελλήνων, με πολλούς να ωραιοποιούν την πλήξη με σύναψη ερωτικών σχέσεων. Ο Φίλιππος, που αρχίζει να μαθαίνει τη φωτογραφική τέχνη με τα πολλά μυστικά της, βοηθός άριστου τεχνίτη, επωφελούμενος από χαριστικές άδειες παραμονής εκτός στρατοπέδου, γνωρίζει τον έρωτα και την αγάπη συνδεόμενος με τη Μάρλις, με την οποία ζει στιγμές ευτυχίας, με προοπτική παντοτινής συμβίωσης. Προοπτική που εκμηδενίζεται άδικα και απρόοπτα από μηχανορραφίες οι οποίες σημαδεύουν καθοριστικά τη ζωή και των δύο και αποτελούν βασικό κορμό της πλοκής.

Στα ύστερα της ζωής του, «με του καιρού τ’ αλλάματα», ο Φίλιππος θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξοργιστικά μοιραία αλήθεια την οποία υποψιαζόταν μονάχα. Η αγωνία αρχίζει να τον κυριεύει εφιαλτικά σε μια κορυφαία στιγμή της αφήγησης, όταν επιστρατεύει τη διαίσθηση για να κατανοήσει όλα όσα είχαν γίνει χωρίς αυτόν, μονολογώντας: «Τέτοιες ώρες κάνω σινιάλα στον κόσμο των απόντων, απών κι εγώ από το παρόν, από το παρελθόν, απών κι από τη ζωή μου».

Μυθιστόρημα η «Κραυγή των απόντων», αλλά και μάθημα Ιστορίας και Κοινωνιολογίας, απ’ όπου δεν απουσιάζει και το λαογραφικό στοιχείο, με έθιμα και λεκτικές τοπικές εκφράσεις σε ευρύτερο πλαίσιο αναπαράστασης στιγμών της πατρίδας σε συχνά φλας μπακ, με περιγραφές εκπληκτικής φυσικότητας και εντυπωσιακές ψυχολογικές αναλύσεις τεκταινομένων από τους αθελήτως εκπατρισθέντες, με μερικούς να κρατούν ημερολόγια, από τα οποία ο Ψιλάκης αντλεί πληροφορίες και διανθίζει το κείμενό του με επιλεγμένα αποσπάσματά τους. Η όλη γραφή της μυθιστορίας είναι εναργέστατη, με ευρηματική λεκτική διατύπωση καταστάσεων, γεγονότων, αισθημάτων και συναισθημάτων, με κάποιες μάλιστα φράσεις να αποτυπώνουν ζηλευτή πυκνότητα νοήματος: «Μπαίνω σε δρομάκια που τυλιγαδίζονται γύρω στα σπίτια και ξαναγράφουν διαρκώς το παλίμψηστο της ιστορίας, πατώ σε ξένα βήματα, τίποτα δεν περνά χωρίς να αφήσει το ίχνος του, ας είναι μικρό, λιλιπούτειο κάποτε, δυσανάγνωστο πάντα».

Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η ορολογία από τη φωτογραφική τέχνη, της οποίας ο Ψιλάκης είναι βαθύς μύστης, με αριστουργηματικές δημιουργίες του φακού, φιλοσοφώντας για το με δική μας παρέμβαση και δικό μας τρόπο ευμετάβολο της ζωής: «Το παρελθόν εμείς το πλάθομε. Με μνήμη και λήθη. Κρησαρίζομε τις στιγμές, υπερφωτίζομε τις σκοτεινές περιοχές στη φωτογραφία του βίου, το μαύρο γκριζάρει, το γκρίζο ξασπρίζει, το λευκό καθαρίζει από τα στίγματα».

Συνελόντι ειπείν, «Η κραυγή των απόντων» αντηχεί ισχυρά στα ώτα του αναγνώστη, που συμπάσχει με τους ήρωες μέσα από τη συναρπαστική, με αρμονική συνύπαρξη και αλληλοσυμπλήρωση Μύθου και Ιστορίας, γραφή του χαρισματικού Ψιλάκη.

* O κ. Γιώργος Αικατερινίδης είναι δρ Λαογραφίας, τ. διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης.