ΤΑ ΠΙΟ ΝΟΣΤΙΜΑ ΠΡΟΖΥΜΕΝΙΑ ΨΩΜΙΑ ΚΑΙ Η ΠΙΝΑΚΩΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΡΟ

 

ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Αδύνατο να περιγράψει κανείς τι γινόταν κάποτε στις 12 του Δεκέμβρη στο Μεγάλο Κάστρο! Συνάζονταν οι πλακουντοποιοί και οι φουρνάρηδες, έβαζαν μπροστά τη σημαία τους και κινούσαν όλοι μαζί για τον παλαιό μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά. Κι όταν τέλειωνε η λειτουργία, άρχιζαν τα τραπεζώματα. Ήταν η δική τους μεγάλη γιορτή και ο Άγιος Σπυρίδωνας ήταν ο δικός τους Άγιος. Επίκεντρο του εορτασμού ήταν μια παλαιότερη εικόνα την οποία φρόντισαν να πλαισιώσουν με ξυλόγλυπτη κορνίζα. Έτσι γινόταν τότε. Από τον βυζαντινό κόσμο κρατούσε η συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας και ο ρόλος των συσσωματώσεων αυτών ήταν πολυσήμαντος, μέχρι και στη συναδέλφωση των μελών αποσκοπούσε.

Δεν ήταν λίγοι οι φούρνοι εκείνα τα χρόνια. Κάθε γειτονιά είχε τον δικό της. Κι οι φουρνάρηδες είχαν ξεχωριστή θέση στις τοπικές κοινωνίες· εκτός από τα δικά τους ψωμιά έψηναν κι όσα έπλαθαν στα σπίτια τους οι νοικοκεράδες, χώρια τα ταψιά που κουβαλούσαν καθημερινά, χώρια τα κυριακάτικα ψητά που μοσχομύριζαν απ' αλάργο.

Σ' έναν τέτοιο φούρνο διαδραματίστηκε η ιστορία της πινακωτής του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν, ίσως, η αρχαιότερη πινακωτή σε τούτα τα μέρη. Όταν τη δημοσίευσα πριν από 20 χρόνια είχα δεχτεί ένα τηλεφώνημα από σημαίνοντα μελετητή του πολιτισμού μας. «Πέρα από την υλική του αξία, πέρα ακόμη κι από την ιερότητα», είπε, «κάθε κειμήλιο, μα και κάθε κοινό αντικείμενο, διατηρεί μια πρόσθετη αξία, ηθική και συναισθηματική. Και αυτή είναι ανυπολόγιστη».

Οι παλιότεροι που διηγούνταν την ιστορία έλεγαν ότι δεν υπήρξαν ποτέ νοστιμότερα ψωμιά από κείνα!  Τη μεταφέρω και εδώ από το βιβλίο μας «Το ψωμί και τα γλυκίσματα των Ελλήνων» (Εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ, Ηράκλειο 2001, σελ. 107-108)

 

Κάπου, λέει, στη γειτονιά του Αγίου Τίτου στο Μεγάλο Κάστρο υπήρχε κάποτε ένας φούρνος. Γύρω στα 1870 φουρνάρης ήταν ο Κωστής Φουντουλάκης, που έψηνε τα ψωμιά και των Χριστιανών και των Τούρκων. Του τα πήγαιναν πάνω σε σανίδια κι εκείνος ανελάμβανε το υπόλοιπα. «Μεταξύ των πελατών του ήτο και ένας Τούρκος Αγάς, ο οποίος πήγαινε μόνος του το ψωμί του, τοποθετημένο πάνω σε μια χοντρή, πολύ παλαιά, μικρή σανίδα, περίμενε να φουρνιστεί κι αμέσως έπαιρνε τη σανίδα αυτή, την τύλιγε σε μια καθαρή πετσέτα και τη μετέφερε στο σπίτι του. Αργότερα ξαναγύριζε και έπαιρνε το ψημένο ψωμί του, το οποίο ξεχώριζε από ένα ειδικό σημάδι που έβαζε επάνω στη ζύμη… Η εμμονή του Αγά να φέρνει ο ίδιος το ψωμί του στον φούρνο και να παίρνει φεύγοντας τη σανίδα που το τοποθετούσε έβαλε σε υποψίες τον Φουντουλάκη…»

Τελικά ο φουρνάρης του Μεγάλου Κάστρου έμαθε πως το ψωμί το ζύμωνε ο ίδιος ο Αγάς. Προζύμι δεν έβαζε ποτέ, αλλά το ψωμί ανέβαινε πάντα! Κατάλαβε πως το γεγονός δεν ήταν τυχαίο και το απέδωσε στην παλιά χοντρή σανίδα. Μια μέρα που ο Τούρκος έλειπε στα κτήματά του, έστειλε το ζυμωμένο ψωμί με την «αραποπούλα» του - έτσι τις έλεγαν τότε τις υπηρέτριες που έρχονταν από την Αφρική, τις Χαλικούτισες και τις Αιθιοπίδες: «αραποπούλες». Άλλο που δεν ήθελε ο Φουντουλάκης! Της είπε ψέματα πως ο φούρνος ήταν γεμάτος και την έπεισε να αφήσει το ψωμί κι εκείνος θα το φούρνιζε μόλις έβρισκε χώρο. Εκείνη το πίστεψε, άφησε τη σανίδα κι έφυγε. Γεμάτος περιέργεια ο φουρνάρης πήρε την παλιά σανίδα στα χέρια του και την κοίταζε προσεκτικά. Στη μια της όψη είχε υπολείμματα από χρώματα. Με έκπληξη ανακάλυψε πως ήταν μια παλιά ξεθωριασμένη εικόνα, τόσο ξεθωριασμένη που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος Άγιος ήταν εκεί ζωγραφισμένος. Οργίστηκε να βλέπει μιαν εικόνα στα χέρια του Τούρκου, την έκρυψε και όταν πήγε η υπηρέτρια να την πάρει προσποιήθηκε τον ανήξερο· είπε ότι κάποιος άλλος πελάτης θα 'χε πάρει κατά λάθος τη σανίδα του Αγά και ότι θα φρόντιζε σύντομα να τη βρει.

Η εξέλιξη της ιστορίας είναι περίπλοκη. Αγρίεψε ο Αγάς όταν έμαθε τα νέα και επιχείρησε να σκοτώσει με μαχαίρι τον φουρνάρη, αλλά εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του με ένα μόνο τραύμα στο αυτί. Για να γλιτώσει αναγκάστηκε να φύγει από την Κρήτη, να πάει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και να μείνει εκεί κάμποσα χρόνια κάνοντας τον κουλουρά για να ζήσει. Όταν ηρέμησε η Κρήτη από τις επαναστάσεις, επέστρεψε στο νησί του, έδωσε την εικόνα σε έμπειρο ζωγράφο και εκείνος ανεγνώρισε στην ξεθωριασμένη εμπρόσθια όψη της τον Άγιο Σπυρίδωνα. Το εύρημα δεν ήταν καθόλου τυχαίο! Ο Άγιος Σπυρίδων ήταν προστάτης της Συντεχνίας των Πλακουντοποιών του Μεγάλου Κάστρου! Να, λοιπόν, ποια ήταν η μυστική δύναμη που έκανε τα ψωμιά να ανεβαίνουν χωρίς προζύμι…

Λίγα χρόνια μετά η εικόνα επιζωγραφίστηκε και στη συνέχεια προστέθηκε γύρω της ξύλο για να μεγαλώσει και να ζωγραφιστούν δυο Άγγελοι στην πάνω πλευρά της. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε η επίσημη εικόνα της Συντεχνίας των Πλακουντοποιών του Μεγάλου Κάστρου.

ΣΗΜ. Η εικόνα βρίσκεται σήμερα στον Ι. Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά.

Ν.Ψ