ΒΙΒΛΙΩΝ ΨΙΘΥΡΟΙ (1)
Βιβλία που διάβασα (ή ξαναδιάβασα)
τον τελευταίο καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ
Έτσι, σαν μικρός απολογισμός· ή προσπάθεια να χωρέσουν στο χαρτί εντυπώσεις και συναισθήματα. Διαβάζω σημαίνει ανοίγω παράθυρα στον κόσμο, βλέπω ανθρώπους και τόπους, περιπλανούμαι στους λειμώνες των λέξεων μα και στα τοπία των ιδεών. Μόνο που τα παράθυρα αυτά βλέπουν κάποτε και στους μέσα μας κόσμους... Αλλά διαβάζω σημαίνει και μοιράζομαι και, μάλιστα, με πολλούς. Με τον συγγραφέα, με τους συν-αναγνώστες, με τους ήρωες των μυθιστορημάτων, ακόμη και με τις λέξεις, ή και με τους μελλοντικούς αναγνώστες, εκείνους που κάποτε θα σκύψουν στις ίδιες σελίδες.
Ξανά στις σελίδες του Καμύ αρχικά με την Πανούκλα, μετά με τον Ξένο, έργο - σταθμό για τον σπουδαίο Γαλλο-αλγερινό συγγραφέα που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία της λογοτεχνίας. Έργο νεανικό, αλλά και τόσο ιδιαίτερο! Η ιστορία της καθημερινότητας, η υποκρισία που αποδομείται, οι συμβάσεις που καταργούνται, το νόημα που χάνεται. Ξένος ο αφηγητής (και πρωταγωνιστής), ο Μερσώ, ξένος ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που έχει δραπετεύσει από κάθε συναίσθημα και μόνο προς το τέλος αρχίζει να αναζητά την ιδιότυπη λύτρωση. Περιμένει τη στιγμή που θα τον στήσουν στην αγχόνη και εύχεται να υπάρχουν πολλοί θεατές εκείνη τη μέρα, θεατές στην κρεμάλα, θεατές στο δικό του μαρτύριο που μοιάζει με λύτρωση, και όλοι αυτοί να τον υποδέχονται με κραυγές μίσους!
Τον είχα διαβάσει στα 22 μου χρόνια τον Ξένο. Με τούτη τη δεύτερη ανάγνωση κατάλαβα πόσο (και πόσους) έχει επηρεάσει ο Καμύ!
Ανέβηκα ξανά και στο Μαγικό Βουνό. Δεν θυμάμαι πότε είχα ανηφορίσει στις οροεσειρές των εκατοντάδων σελίδων του για πρώτη φορά. Τώρα, όμως, μου φάνηκε αλλιώτικο. Ο νεαρός Χανς πάει στο σανατόριο για να επισκεφτεί τον ασθενή ξάδερφό του και ξεμένει εκεί. Στον «άλλο τόπο». Εκεί συναντά τους άλλους ανθρώπους, ίσως και τον άλλο εαυτό του. Ένας Ιταλός, μια Κερκέζα, ένας συμμαθητής αναδύεται από τη μνήμη - δεν χρειάζεται πάντα η φυσική παρουσία για να ζεις και να ξαναζείς αυτό που σε σημάδεψε στα παιδικά σου χρόνια. Και, φυσικά, η αρρώστια. Η απομάγευση του κόσμου σημάδεψε τον 20ο αιώνα με την εξέλιξη της επιστήμης και την κατανόηση πολλών από τις αιτίες που προκαλούν τις αρρώστιες, όχι όμως και τον έλεγχο των μηχανισμών της φύσης, όπως απέδειξε η τωρινή περιπέτεια της ανθρωπότητας.
(Ξανα)διαβάζοντας τον Τόμας Μαν συλλογίστηκα πολλές φορές γιατί μερικές αρρώστιες έχουν κατακτήσει τόσο σημαίνουσα θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η φυματίωση, αίφνης. Από την Εύα στην Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά μέχρι τους Νεκρούς του Τζόις, μέχρι τον δικό μας τον Κονδυλάκη και την Πρώτη Αγάπη του, μέχρι τόσα και τόσα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Θυμήθηκα πολλές φορές τη Σούζαν Σόνταγκ, τη συγγραφέα που, εκτός από την εξαιρετική μελέτη της Περί Φωτογραφίας, μας άφησε κάποια κλειδιά για να κατανοούμε καλύτερα τον κόσμο ή και τον δικό μας ψυχισμό με το δοκίμιο Η νόσος ως μεταφορά, γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με αφορμή κάποια προσωπική εμπειρία της. Το δοκίμιο της Σόνταγκ είχε γνωρίσει τεράστια απήχηση κυρίως λόγω του AIDS και την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει και να κατανικήσει τη νόσο. Ανηφορίζοντας, λοιπόν, στο Μαγικό Βουνό αναρωτιόμουν πώς θα έβλεπαν και ο Τόμας Μαν και η Σούζαν Σόνταγκ την εποχή της σημερινής πανδημίας...
ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ
Βιβλία και αναγνώσεις, λοιπόν. Δικά μας, ελληνικά, στη συνέχεια.
Κρίμα που το βιβλίο της Γεωργίας Καρβουνάκη Δεν είναι αυτό που νομίζεις κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου και δεν έφτασε σε περισσότερα χέρια. Πρωτότυπη και πνευματώδης γραφή, κατασταλαγμένο προσωπικό ύφος, πολυμορφία και ευρηματική χρήση της γλώσσας χαρακτηρίζουν τα 36 σύντομα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο και προσιδιάζουν στο γραμματειακό είδος του χρονογραφήματος, όπως σωστά επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου η Εύη Βογιατζάκη. Είναι αλήθεια ότι ο έμπειρος αναγνώστης θα συναντήσει πολλά στοιχεία του παραδοσιακού χρονογραφήματος, όπως, ας πούμε, το χαρίεν ύφος και τον πνευματώδη τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας με λεκτικά παιχνιδίσματα και απρόσμενες συναντήσεις του κωμικού με το σοβαρό, του φαιδρού με το τραγικό, του εμφανούς με το μη ορατό. Εδώ ακριβώς έγκειται, νομίζω, και η ιδιαιτερότητα τούτων των κειμένων: Η Γεωργία δεν καυτηριάζει μόνο την επικαιρότητα ή την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά προσπαθεί να φτάσει στο μεδούλι των πραγμάτων, να μιλήσει με γλώσσα συμβολική, και πολύ συχνά να ψιθυρίσει στο αυτί του αναγνώστη όσα δεν φανερώνουν οι λέξεις.
Είναι μια συναγωγή παλαιότερων κειμένων της, τα περισσότερα από τα οποία αναρτήθηκαν σε ιστοσελίδες. Να με συμπαθούν οι λάτρεις των ψηφιακών αναγνώσεων, ποτέ δεν απαρνήθηκα την τεχνολογία, αλλά ένα έργο νομίζω πως παίρνει υπόσταση όταν τυπωθεί στο χαρτί. Το παίρνεις στα χέρια, μυρίζεις μελάνι, ξεφυλλίζεις, διαλέγεσαι με έναν ολόκληρο κόσμο που συμμετέχει στην έκδοση, από τον παλιό στοιχειοθέτη μέχρι τον σημερινό γραφίστα. Και πρώτα - πρώτα με τον συγγραφέα. Είχα διαβάσει και παλαιότερα πολλά απ' αυτά τα κείμενα, τώρα, όμως, η εικόνα μεγαλώνει και πλαταίνει, μοιάζει με παράθυρο στον κόσμο της γράφουσας.
Μακρά η ιστορία του χρονογραφήματος στην ελληνική λογοτεχνία κι ας κοντεύει να ξεχαστεί τελευταία (λογοτεχνικό είδος είναι και ας συμπλέει με τη δημοσιογραφία, ο τύπος γίνεται όχημα του συνήθως ευφυούς έντεχνου λόγου τον οποίον υπηρετεί, εξυψώνοντας παράλληλα τη δημοσιογραφική γραφή). Χαίρομαι πολύ να διαβάζω παλιές εφημερίδες και να σταματώ στα χρονογραφήματα της πρώτης σελίδας - εκεί δημοσιεύονταν πάντα και μόνο τελευταία καταργήθηκαν ή (τα ελάχιστα που απέμειναν) παραπετάχτηκαν στο εσωτερικό των εφημερίδων. Και χαίρομαι γιατί βλέπω τις λέξεις να με ταξιδεύουν στον χρόνο, το παρόν να συναντιέται με το παρελθόν, γιατί βλέπω τη διαιώνιση των προβλημάτων, δηλαδή τη διαιώνιση της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας.
Τέτοιες μνήμες μου ξύπνησε η Γεωργία με το βιβλίο της. Μόνο που τα δικά της κείμενα είναι σύγχρονα και απευθύνονται σε ανθρώπους που γνώρισαν τις αντιφατικές όψεις της τεχνολογίας, σε αναγνώστες που πληκτρολόγησαν μηνύματα σε κινητά τηλέφωνα και περιπλανήθηκαν στο ψηφιακό χάος των ημερών μας. Η συγγραφέας παρατηρεί συνήθως αυτά που προσπερνούνε οι άλλοι ως μικρά και ασήμαντα, σ' αυτά εστιάζει συχνά, σμικρύνοντας τον κόσμο για να τον μεγεθύνει στη συνέχεια, να τραβήξει την κουρτίνα και να αποκαλύψει στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη όσα δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Δεν χαρίζεται η Γεωργία. Ούτε στην εξουσία ούτε στα πλατύτερα στρώματα. Στηλιτεύει την αμορφωσιά της σημερινής άρχουσας τάξης και αντιστέκεται στην υποκουλτούρα ή τις στρεβλώσεις των κυριαρχούμενων τάξεων που αναζητούν την αναρρίχησή τους στην κοινωνική πυραμίδα αναπαράγοντας ξένα πρότυπα ή στρεβλώνοντας ό,τι βρίσκουν μπροστά τους. Μεγάλο της όπλο η εκφορά του λόγου, παράλληλα με την ειρωνική - συχνά και αυτοσαρκαστική - διάθεση, στοιχεία που καθιστούν απολαυστικό τον λόγο, αποκαθηλώνοντας στερεότυπα. Νομίζει κανείς ότι η προσπάθειά της γίνεται συχνά αγωνιώδης, παρά το γεγονός ότι η αγωνία υφέρπει ή και συγκαλύπτεται εντέχνως.
Έχοντας διαβάσει, λοιπόν, και παλαιότερα κάμποσα από τα κείμενα που περιέχονται σε τούτο το βιβλίο, κατέληξα σε ένα συμπέρασμα μάλλον αντίθετο με τον ευρηματικό τίτλο (δανεισμένο από ένα απολαυστικό χρονογράφημα του 2016): Ναι, είναι αυτό που νόμιζα!
(Εκδόσεις ΟΞΕΙΑ, εξώφυλλο μια επίσης ευρηματική φωτογραφία, δημιούργημα της ίδιας της συγγραφέως).
ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ: Υπέρ Μαργίτη του Λουκά Παπαδάκη και δυο παρουσιάσεις των τελευταίων βιβλίων της Τέσυ Μπάιλα και του Νίκου Χρυσού.