ΔΙΚΕΣ ΔΟΣΙΛΟΓΩΝ - ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Έσφαξε στο δικαστήριο τον φονιά του αδελφού του! Α΄ΜΕΡΟΣ

 

ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΛΗΡΗ ΜΕΤΑΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Έσφαξε μέσα στο δικαστήριο

τον φονιά του αδελφού του!

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΔΩΣΕΙ Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΡΕΝΤΖΟΣ

 

Κείμενο – φωτογραφίες ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ www.karmanor.gr

 

Α΄ΜΕΡΟΣ

Η μοναδική συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Γιώργης Βρέντζος, ο άνθρωπος που είχε πάρει εκδίκηση για την εκτέλεση του αδελφού του. Συνέβη το 1947 στο Ηράκλειο, όταν δικαζόταν από το δικαστήριο των δοσιλόγων ένας συνεργάτης των Ναζί, ο Μαγιάσης.

Γιώργης Βρέντζος Τηγανίτης, Κατοχή, αντίσταση προδότες, Μαγιάσης, δοσίλογοι, Κρητικές Εικόνες

 Το δημοσίευμα στις "Κρητικές Εικόνες"

 

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ιστορία ενός ρεπορτάζ

που γράφτηκε με καθυστέρηση 36 χρόνων…

Είχαν περάσει 35 χρόνια και το γεγονός που συγκλόνισε τη μεταπολεμική Κρήτη είχε σχεδόν ξεχαστεί. Ακουγόταν μόνο σαν θρύλος, σαν μακρινή ανάμνηση, σχεδόν σαν ένα παραμύθι που όποιος το αφηγείται προσπαθεί να προσθέσει και κάτι δικό του, συνήθως πιο εντυπωσιακό. Έλεγαν για κάποιον ψυχωμένο Κρητικό που είχε κόψει την κεφαλή ενός δοσίλογου μέσα στα δικαστήρια του Ηρακλείου. Η αρχική ιστορία δεν είχε γραφτεί, οι λεπτομέρειες δεν είχαν διευκρινιστεί. Ακούγονταν πολλά· άλλος μιλούσε για έναν αντάρτη που μπήκε ξαφνικά στην αίθουσα του δικαστηρίου, διέκοψε τη συνεδρίαση, πλησίασε το εδώλιο, έβγαλε το μαχαίρι και, αφού έκοψε το κεφάλι του προδότη, το πήρε και έφυγε. Άλλοι παρουσίαζαν τα πράγματα πιο σκληρά: ο δράστης παρακολουθούσε τη δίκη κι όταν έκοψε το κεφάλι το πέταξε από το παράθυρο στο δρόμο. Το στοιχείο της υπερβολής διακρινόταν παντού…

Η ιστορία που σκέφτηκα να θυμίσω στους φίλους αναγνώστες του «Κ.Π.» αρχίζει λίγο παλιότερα. Ήταν μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μόλις λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας και οι αφηγήσεις για την Κατοχή και την Αντίσταση προσλάμβαναν άλλες διαστάσεις. Μυθοποιούσαν μιαν ολόκληρη εποχή. Άλλωστε κι εγώ ο ίδιος είχα ακούσει αυτές τις περίεργες εκδοχές στο μεγάλο σχολείο των Τριών Καμαρών, στις «καρέκλες», όπως αποκαλούσαμε οι έφηβοι και οι νέοι της εποχής τη σημερινή πλατεία Ελευθερίας του Ηρακλείου. Εκεί στις πίσω καρέκλες του Νέου Κέντρου καθόμασταν με τις ώρες και συζητούσαμε· ήταν εκπρόσωποι πολιτικών νεολαιών και κομμάτων, ήταν και κάμποσοι μεγαλύτεροι που προφανώς έρχονταν να μας «στρατολογήσουν» σε κάποιο κόμμα. Θυμάμαι, ανάμεσα σε τόσους άλλους, τον Ανδρέα, σπουδαστή τότε και ευγενικό μαχητή, τον σημερινό Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου. Κάπου απέναντι, στις καρέκλες του Αστόρια, καθόταν μια άλλη παρέα, εκείνη του Νίκου του Περάκη, μοναδικού αφηγητή και σπουδαίου λογίου της Αριστεράς. Κάθε βράδυ ο Περάκης έπινε εκεί τον καφέ του (πάντα «περίσσα γλυκό»)· μόλις έφτανε στο στέκι του μαζεύονταν κάμποσοι Καστρινοί, τον έβαζαν στη μέση κι εκείνος άρχιζε να μιλά. Μου θύμιζε κύκλο αρχαίου φιλοσόφου. Ο μακαρίτης ο Νίκος ήταν δεινός αφηγητής με βαθιά μόρφωση. Νόμιζα τότε πως ήξερε τα πάντα! Κι αν του έφερνε κανείς αντιρρήσεις, ακολουθούσε μια μέθοδο μάλλον σωκρατική για να ξεδιπλώσει τα επιχειρήματά του. Κάποια άλλη φορά θα πρέπει να γράψομε κάτι γι’ αυτή τη μοναδική συντροφιά…

Ας ξαναγυρίσομε όμως στο θέμα. Ένας συνομήλικός μας από τα Ανώγεια είχε αρχίσει ένα μεσημέρι να διηγείται την ιστορία του Μαγιάση. Με συγκλόνισε! Τον θεωρούσε προδότη, έλεγε ότι είχε κάψει ολόκληρα χωριά ο Μαγιάσης, ότι είχε ξεκοιλιάσει έγκυες γυναίκες και ότι ένας χωριανός του κατάφερε να τον τιμωρήσει όπως του άξιζε. Τον μαχαίρωσε μέσα στο δικαστήριο. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και οι υπόλοιποι της παρέας άρχισαν να συμπληρώνουν το ψηφιδωτό της προφορικής ιστορίας. Κανένας δεν είχε προσωπικές μνήμες, όλοι είχαν γεννηθεί κάμποσα χρόνια μετά απ’ αυτό το συγκλονιστικό γεγονός. Επομένως οι «μνήμες» δεν ήταν δικές τους. Όσα διηγούνταν τα είχαν ακούσει από άλλους, μεγαλύτερους. Σκέφτηκα να ρωτήσω δυο ανθρώπους που τους εμπιστευόμουν. Τον Περάκη, που για ένα φεγγάρι γράφαμε μαζί στην εφημερίδα, και τον θεωρώ δάσκαλο στο ρεπορτάζ, και τον Βασίλη τον Κωνιό, κρεοπώλη, αντιστασιακό και υπέροχο άνθρωπο. Παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας, τον είχα μάλλον φίλο τον μπάρμπα Βασίλη, άλλωστε ο ίδιος, όπως και ο Περάκης, γοητεύονταν να μιλούν με νέους. Έτσι άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι. Η ιστορία για την τιμωρία του Μαγιάση ήταν πέρα για πέρα αληθινή, τουλάχιστον στα βασικά της σημεία, και ο πρωταγωνιστής της ονομαζόταν Βρέντζος.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια ακόμη. Η ιστορία του Μαγιάση και του Βρέντζου συνέχιζε να με απασχολεί· ήθελα να συναντήσω κάποτε τον πρωταγωνιστή της, να μιλήσω μαζί του. Κατά βάθος πίστευα ότι ήταν δύσκολο να τη ζωντανέψω με κάποιο ρεπορτάζ, άλλωστε δεν ήξερα αν είχε απογόνους ο Μαγιάσης κι αν έξυνα πληγές σε ανθρώπους που δεν φταίνε. Σκεφτόμουν συχνά πως τα παιδιά του θα σήκωναν πάντα το βάρος της πατρικής υστεροφημίας, πως δεν θα άντεχαν να ακούνε ότι είχαν πατέρα προδότη. Με μια μικρή έρευνα διαπίστωσα ότι ο Μαγιάσης δεν ήταν Κρητικός, ότι είχε έρθει από άλλη περιοχή της Ελλάδας και πως δεν είχε οικογένεια.

 Το φθινόπωρο του 1982, λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές εκείνου του χρόνου, συνάντησα στα δικαστήρια του Ηρακλείου τον Βαγγέλη Βρέντζο, δικηγόρο με πλούσια δράση, μακαρίτη πια. Ο Βαγγέλης ήταν ξεχωριστή προσωπικότητα του δικηγορικού κόσμου. Καθώς είχε υπερασπιστεί τους πάντες, από κοινωνικούς αγωνιστές μέχρι ζωοκλέφτες και θαμώνες χαρτοπαικτικών λεσχών, ήξερε να αφηγείται περίεργα περιστατικά και ανέκδοτα με μοναδικό τρόπο. Καθίσαμε στη βιβλιοθήκη του δικηγορικού συλλόγου και τον ρώτησα αν ήξερε για κάποιον Γιώργη Βρέντζο από τα Ανώγεια.

-                                 Ποιον Γιώργη λες; Τον Τηγανίτη;

Δεν ήξερα αν τον έλεγαν Τηγανίτη, αλλά δεν χρειάστηκε και πολύ για να ξεκαθαρίσω ότι ο άνθρωπος που αναζητούσα ήταν αυτός. Έτσι τον έλεγαν στα Ανώγεια… Ήταν συγγενής του.

Ο Βαγγέλης με καθοδήγησε. Μου είπε πως ο Γιώργης ο Βρέντζος ζούσε, αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο να τον συναντήσω και ακόμη πιο δύσκολο ακόμη να μου μιλήσει. Δεν σκορπούσε τα λόγια του στον αέρα και δεν είχε μιλήσει ποτέ για την απόφασή του να μακελέψει τον Μαγιάση.  

 Βρέθηκα στα Ανώγεια ένα κυριακάτικο απόγευμα, φθινόπωρο του 1982. Στο Περαχώρι. Πήγα στο καφενείο του Αλκιβιάδη του Σκουλά – του γνωστού και αγαπητού σε όλους Γρυλλιού.

Γιώργης Βρέντζος Τηγανίτης, Κατοχή, αντίσταση προδότες, Μαγιάσης, δοσίλογοι, Αλκιβιάδης Σκουλάς, Γρυλιός

Ο Γρυλιός (Αλκιβιάδης Σκουλάς)

Μορφή των Ανωγείων ο Γρυλλιός, χωρατατζής και ετοιμόλογος, ήξερε να καλοδέχεται τους γνωστούς και τους ξένους. Η αλήθεια είναι πως είχα περίσσιο θάρρος με τον τετραπέρατο γέροντα· δυο χρόνια πριν μια ομάδα νέων τον είχαμε κάθε βράδυ μαζί μας μέχρι αργά τη νύχτα. Έλεγε ανέκδοτα, μαντινάδες, τραγούδια, πειράγματα· αληθινός θησαυρός. Κατέγραψα κάμποσα. Μερικά απ’ αυτά είναι γραμμένα σε χαρτοπετσέτες των ρακάδικων και των ταβερνών του Ηρακλείου και φυλαγμένα στο αρχείο μου.

Μας σέρβιραν καφέ (αν θυμάμαι καλά χρέη καφετζή εκτελούσε ο γιος του ο Γιώργης, ο Σακκούλας). Με τρόπο τον ξεμονάχιασα και τον ρώτησα πού είναι το σπίτι του Τηγανίτη. Ποτέ δεν είδα τα μάτια του Γρυλλιού τόσο μεγάλα! Γούρλωσε από έκπληξη, άνοιξε το στόμα κι έμεινε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα.

-               Ετουτονέ που ζητάς έναι δύσκολο. Δεν μπορείς να τον-ε δεις τον Τηγανίτη.

Δεν περίμενα αυτήν την απάντηση. Ο συνομιλητής μου δεν μασούσε τα λόγια του. Για να το λέει κάτι παράξενο θα συνέβαινε. Έμενε να το μάθω για να εκτιμήσω κι από μόνος μου την κατάσταση. Ο Γρυλλιός, όμως, γινόταν όλο και πιο λιγομίλητος. Καθόταν δίπλα στο παράθυρο του καφενείου και κρατούσε την κεφαλή του. Κατάλαβα πως δεν ήθελε να με στενοχωρήσει. Στα στερνά μου σκάει το μυστικό:

-               Απόψε παντρεύει την κόρη του.

Άρχισα να καταλαβαίνω πως θα ήταν δύσκολο να τον δω, άλλωστε θα ήταν τουλάχιστον βάρβαρο να του ζητήσω να φύγει από τον γάμο ή να μιλήσει μαζί μου σε μια τέτοιαν ώρα. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να αναβάλω το εγχείρημα.

Χαμογέλασα και είπα στον Γρυλλιό πως θα ξανάρθω σε λίγες μέρες.

-               Μωρέ, δεν εκατάλαβες. Ο Γιώργης δεν είναι στο γάμο. Στο σπίτι του κάθεται.

Έτσι έμαθα πως ένα βαρύ οικογενειακό πένθος κρατούσε έγκλειστο τον πρωταγωνιστή της ιστορίας που διψούσα να τη μάθω από πρώτο χέρι. Ήταν τόσο βαρύ, που δεν του επέτρεπε να πάει ούτε στη χαρά του παιδιού του. Λίγους μήνες πριν είχε κηδέψει το βλαστάρι του, το γιο του, ένα παλικάρι από τα πιο καλά του χωριού, σκέτο μάλαμα.

Κουβεντιάσαμε για λίγο ακόμη. Και σχεδιάσαμε μιαν «επιχείρηση προσέγγισης» του Βρεντζογιώργη. Έστειλε ένα κοπέλι να του φωνάξει τον Γιάννη τον Καλομοίρη, τον κουρέα. Τον λένε και Τσίκη.

Σε λίγο ένας νέος άνθρωπος, μελαχρινός, με μαύρο μουστάκι και έντονο βλέμμα βρισκόταν κοντά μας στην πλατεία, στο Περαχώρι.

Γιώργης Βρέντζος Τηγανίτης, Κατοχή, αντίσταση προδότες, Μαγιάσης, δοσίλογοι, Γιάννης Καλομοίρης Τσίκης

Ο Τσίκης (Γιάννης Καλομοίρης).

Σαν έμαθε τι ζητούσα κούνησε το κεφάλι, έμεινε για λίγο σκεφτικός, έκοψε δυο – τρεις βόλτες και έφυγε χωρίς να πει πολλά λόγια. Στις παραδοσιακές κτηνοτροφικές κοινωνίες λειτουργούν ακόμη κάποιοι άγραφοι νόμοι, ισχυρότατοι. Ο άγνωστός μου άνθρωπος με το μαύρο μουστάκι ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, εκείνος που μπορούσε να μεσιτέψει, να ανιχνεύσει τις προθέσεις του Βρέντζου. Με συγκίνηση θυμούμαι ακόμη ότι το περιοδικό που εξέδιδα τότε, οι «Κρητικές Εικόνες», αποτελούσε διαβατήριο· στο επίκεντρό του βρισκόταν η Κρήτη, ο πολιτισμός, η ιστορία, η παράδοση. Και οι Κρητικοί εκείνης της όχι και τόσο μακρινής εποχής ήξεραν να τα εκτιμούν όλα αυτά.

Μισή ώρα αργότερα, ίσως και μία, τρεις άνθρωποι βαδίζαμε σκεφτικοί στα ανωγειανά σοκάκια. Εγώ, ο Γιάννης ο Καλομοίρης και ένας τρίτος, ηλικιωμένος – δεν θυμούμαι το όνομά του. Τώρα που το σκέφτομαι, 27 χρόνια μετά, νιώθω την ανάγκη να τους ευχαριστήσω. Με βοήθησαν να ζήσω μια μοναδική εμπειρία και να κατανοήσω καλύτερα τους ηθικούς κώδικες που διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων στις κτηνοτροφικές κοινότητες.

Ο ήρωας που αναζητούσα είχε δεχτεί να με συναντήσει και να μου μιλήσει, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση σε όλους. Τώρα τα ήξερα όλα, ή σχεδόν όλα. Και για το πένθος, και για το γάμο, δηλαδή γι’ αυτό το αναπάντεχο και ακραίο ανακάτεμα των συναισθημάτων. Για μια στιγμή δείλιασα, αλλά με παρότρυνε ο Τσίκης. Άλλωστε είχα βρει ήδη ένα επιχείρημα για να πείσω τον εαυτό μου: Η κουβέντα θα έκανε τον συνομιλητή μου να ξεχαστεί, άρα θα μπορούσε να ξεφύγει από μια δύσκολη προσωπική στιγμή, να βρει αραξοβόλι στο ασφαλές καταφύγιο της μνήμης. Είπα στους συνοδοιπόρους μου πως η αναδρομή στο παρελθόν απομακρύνει τους ανθρώπους από το σήμερα. Συμφώνησαν. Δεν ήξερα, όμως, ακόμη αν προσπαθούσα να πείσω τους άλλους ή τον ίδιο τον εαυτό μου.

Ο Γιάννης θεώρησε φρόνιμο να με δασκαλέψει:

-               Ό,τι κι αν δεις δεν θα μιλήσεις

Και δεν μίλησα…

 

Γιώργης Βρέντζος Τηγανίτης, Κατοχή, αντίσταση προδότες, Μαγιάσης, δοσίλογοι,

Ο Γιώργης Βρέντζος (Τηγανίτης).

Το σπίτι του Βρέντζου ήταν τυπικά ανωγειανό. Ένα τραπέζι με λιτό τραπεζομάντιλο, μερικές ξύλινες καρέκλες, κάποιες φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων, είναι απ’ αυτά που θυμούμαι ακόμη. Δεν θα ξεχάσω, όμως, ποτέ εκείνη την κορνίζα με λίγες μαντινάδες που είδα μόλις μπήκα, κομμένες σε ημιστίχια:

Ένας αητός τω Βρέντζηδω σκότωσε το Μαγιάση

κι όλοι μαζί φωνάξαμε η χέρα του ν’ αγιάσει

Μέσα στο δικαστήριο γιατί ’χενε σκοτώσει

κι έπρεπε οπωσδήποτε αίμα κι αυτός να δώσει.

Τις είχε πει ένας βοσκός, ο Μανώλης Δακανάλης. Κι ένας καλόγερος τις είχε γράψει σε χαρτί με ωραία καλλιγραφικά γράμματα, ζωγραφίζοντας με λουλούδια το περιθώριο. Δεν θυμάμαι ποιος καλόγερος ήταν. Πιθανότατα, όμως, ήταν έργο του αξέχαστου καλλιγράφου καλογέρου από τη Μονή Απανωσήφη, του Γαβριήλ Μαμουγιώργη.

Τίποτε δεν μαρτυρούσε ότι ο νοικοκύρης ζούσε, ή έπρεπε να ζει εκείνη τη βραδιά, μια από τις πιο μεγάλες χαρές του. Ήταν καθισμένος στο τραπέζι, σκεφτικός, σχεδόν χωρίς έκφραση. Πίσω από τα μεγάλα γυαλιά του έλαμπαν δυο μικρά μάτια, αστραφτερά από δικού τους. Ήταν ένας άνθρωπος πονεμένος· κουρασμένος από τη ζωή και πικραμένος από τις απανωτές κακοτοπιές της. Εκείνο το βράδυ μας καλοδέχτηκε, γέμισε τα ποτήρια ρακή και μας έβαλε να καθίσομε δίπλα του. Του ευχηθήκαμε για το γάμο και νιώσαμε μιαν αδιόρατη χαρά να γεμίζει τα μάτια του σαν υποψία ελπίδας.

Ήταν ένα από τα πιο δύσκολα ρεπορτάζ που έχω κάνει ποτέ. Ο Γιώργης Βρέντζος μίλησε για πρώτη και τελευταία φορά.

 

Στη δίκη των δοσιλόγων…

 

Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες του 1947, ο σημερινός αναγνώστης δεν μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος των γεγονότων που είχαν σημαδέψει την ιστορία αυτής της τρομερής περιόδου. Το χτες, η φρικτή ναζιστική κατοχή, φάνταζε σαν μαύρο πέπλο στα μάτια των ανθρώπων, καθρεφτιζόταν στα κείμενα των δημοσιογράφων, απλωνόταν σε κάθε πτυχή της ζωής, ήταν κάτι σαν πλοηγός της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής. Σαν μαύρο πέπλο φάνταζε και το σήμερα. Ήταν δύσκολο. Χωρισμένη στα δυο η Ελλάδα, με πληγές που δεν έλεγαν να κλείσουν και άλλες, καινούργιες, που άνοιγαν κάθε μέρα· κανένας δεν ήξερε ότι θα χρειάζονταν χρόνια και χρόνια για να κλείσουν.

Στις 30 Απριλίου μια τοπική εφημερίδα, η «Ελεύθερη Κρήτη», έγραφε σ’ ένα τίτλο μικρού ρεπορτάζ: «Να προφυλάξομε την Κρήτη από τον αλληλοσπαραγμό – να διατηρηθεί η τάξη στο νομό». Ο τίτλος είναι και σχόλιο μαζί. Και ευχή. Το ρεπορτάζ μιλούσε για μια σύσκεψη εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων που είχε γίνει το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας στον «Ντορέ», καθώς και για την απόφαση «να γίνει έκκληση προς το λαό της Κρήτης», αφού είχε διαπιστωθεί «η ομόθυμη επιθυμία του λαού να διατηρήσει με κάθε προσπάθεια το αγαθόν της ησυχίας και της τάξεως». Η έκκληση δημοσιεύτηκε, μάλιστα, σε ξεχωριστή θέση με μεγαλύτερα γράμματα. Οι μνήμες από την τραγωδία της Κατοχής συμπλέκονταν με την αγωνία των ανθρώπων. Στις εφημερίδες γράφονταν ειδησάρια σαν και τούτο: «Προχθές στο Αλάγνι οι Γεώργιος Τελάκης, Γ. Δημάκης και Γ. Πολυζωάκης από τις Αγιές Παρασκιές πολτοποιήθηκαν κυριολεκτικά από έκρηξη οβίδας που προσπαθούσαν να αδειάσουν».

Εκείνες τις μέρες όλοι έβλεπαν μπροστά τους το φάσμα μιας νέας συμφοράς. Και μάλιστα, τη στιγμή που οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές, τα χωριά καμένα, οι γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, η γη σπαρμένη με οβίδες, οι νάρκες κρυμμένες προσεκτικά στις επικίνδυνες περιοχές, τα όπλα πίσω από τις πόρτες.

Εκείνες τις μέρες γινόταν στο Ηράκλειο η δίκη των δοσιλόγων.

 Γιώργης Βρέντζος Τηγανίτης, Κατοχή, αντίσταση προδότες, Μαγιάσης, δοσίλογοι,

Στην εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη» της Πρωτομαγιάς του 1947 η είδηση για τον Μαγιάση καλύπτει μόλις ένα μικρό μονόστηλο. Λέει:

«Χθες το πρωί δικαζόταν στο Δικαστήριο Δοσιλόγων Ηρακλείου ο γνωστός προδότης Μαγιάσης για την εκτέλεση του Μιχαήλ Βρέντζου από τ’ Ανώγεια που είχε κάμει ο ίδιος στη Νίδα. Κατά την ώρα της συνεδριάσεως στις 11.30΄ περίπου και ενώ εξεταζόταν ο μάρτυρας κατηγορίας και αδελφός του εκτελεσθέντος Γεώργιος Βρέντζος γύρισε και κτύπησε δυο φορές με μαχαίρι τον κατηγορούμενο δοσίλογο στην κοιλιακή χώρα. Αμέσως δε κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι και παραδόθηκε στη φρουρά της αίθουσας. Ο Μαγιάσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. Τα τραύματά του είναι βαρύτατα».

Την επόμενη μέρα η εφημερίδα δεν εκδόθηκε λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς. Τη μεθεπόμενη, 3 Μαΐου, η συνέχεια της είδησης δημοσιεύτηκε με πολύ λίγες λέξεις, λες και ήταν ένα ασήμαντο γεγονός. Αλλά τι λέω; Ο θάνατος ενός ανθρώπου που όλοι τον θεωρούσαν προδότη μπορεί και να ήταν ένα ασήμαντο γεγονός, αν τον παραβάλει κανείς με εκατοντάδες θανάτους πατριωτών, με τα ρημαγμένα χωριά και τους τάφους πάνω από τους οποίους συνέχιζαν να τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα. Η είδηση δόθηκε με μόλις δεκατέσσερις λέξεις:

«Ο τραυματισθείς στο δικαστήριο την Τετάρτη προδότης Μαγιάσης πέθανε το απόγευμα της ίδιας μέρας».

Το ίδιο λιτή ήταν και η «Ελεύθερη Κρήτη». Στο φύλλο της 2 Μαΐου: έγραφε:

Γιώργης Βρέντζος Τηγανίτης, Κατοχή, αντίσταση προδότες, Μαγιάσης, δοσίλογοι,

«Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣΗΣ ΥΠΕΚΥΨΕ.

Ο τραυματισθείς προχθές στο δικαστήριο κατά την ώρα της δίκης του, προδότης Μαγιάσης, υπέκυψε στο τραύμα του ύστερα από λίγες ώρες».

Κάπως έτσι γραφόταν ο επίλογος μιας ιστορίας από αυτές που σημάδεψαν το φαιό μεταπολεμικό σκηνικό στην Κρήτη.

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ (www.karmanor.gr)

 ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ. (ΣΤΟ Β΄Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ)