Ο ΧΑΝΔΑΚΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Μια γκραβούρα - ντοκουμέντο! 

 

Καράβια ολόγυρα στο λιμάνι, φωτιές, καπνοί και μπομπάρδες μέσα στην πολιορκημένη πόλη. Στα δυτικά του φρουρίου οι περισσότερες, εκεί όπου βρισκόταν τελικά το αδύναμο σημείο του τείχους.

Ευχαριστώ τον καλό φίλο που έστειλε το αντίγραφο της γκραβούρας μαζί μ' ένα μικρό σημείωμα, παρμένο από τη δική μου "Πολυφίλητη":

«Βαριά σιωπή απλωνόταν πάνω από την πολιορκημένη πόλη, άνθρωποι-φαντάσματα πρόβαλλαν μέσα από τις κατακόμβες για να ρωτήσουν τι απόγιναν οι Φράγκοι, τι απόγινε η Καπιτάνα, η παπική ναυαρχίδα, τι απόγιναν τα κανόνια που σφυροκοπούσαν τους Αγαρηνούς, γιατί απλώθηκε τόση σιωπή στην πόλη. Κι όσοι μάθαιναν τα νέα βούλιαζαν στη δική τους σιωπή. Ο χριστιανικός στόλος αποσυρόταν, τα καράβια έπλεαν ήδη προς το μικρονήσι της Ντίας, τα κύματα παράσερναν εδώ κι εκεί ανθρώπινα κουφάρια, σπασμένα κουπιά και σπασμένα κατάρτια. Ήταν Ιούλιος του 1669, προς τα τέλη του, εικοστός δεύτερος χρόνος της πολιορκίας».

 

Οι καλλιτέχνες της Ευρώπης προσπαθούσαν ν' αποτυπώσουν τη μεγαλύτερη πολιορκία της ιστορίας. Όπως σε τούτη τη γκραβούρα. Κι αν τα κτήρια είναι φανταστικά, το δέος που μεταδίδει η εικόνα είναι πραγματικό. Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα συγκρούονταν δυο αυτοκρατορίες στην Κρήτη.

Θα απαντήσω κι εγώ μ' ένα απόσπασμα από την "Πολυφίλητη". Αυτό που μιλά για τους νέους. Τη γενιά της πολιορκίας. Τα παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς να βγουν από τις καστρόπορτες. Που δεν είχαν δει μιαν ελιά, έν' αμπέλι, ένα ποταμάκι να κυλά.

 

Μιλά η Φραντζέσκα, η πρωταγωνίστρια της μυθιστορίας:  

– Κυρ Λέο, πολλές πίκρες έχω γευτεί στη ζωή μου, μα θαρρώ πως στάθηκα και κάπως τυχερή, κάπως, λέω, αλλά κι αυτό δεν είναι λίγο. Μπορεί να μεγάλωσα στη φαμεγική, να πείνασα, να κακοκοιμήθηκα, μα έμαθα να ξεχωρίζω το λιάτικο σταφύλι από τ’ αθήρι, τη μαλβαζία από το βουιδομάτι. Περπάτησα στα βουνά, τσαλαβούτησα τα πόδια μου στα ποτάμια, κυνήγησα πεταλούδες. Ζήσαμε, κυρ Λέο, ζήσαμε, δεν έχω παράπονο. Σκέφτεσαι, όμως, τ’ αναθρεφτάρι μου; Την Εργινούσα; Σκέφτεσαι το παιδί της κερά Λενέτας; Το μικρό της, τ’ ασερνικό; Τα δεκατέσσερα κλείνει, τριώ χρονώ το βρήκε η πολιορκία, κι άλλο τίποτα δεν αξιώθηκε να δει στη μέχρι τώρα ζωή του μόνο πόλεμο. Να σου πω την αλήθεια, συλλογιέμαι και το δικό μου παιδί. Αν ζει, θα είναι κι αυτό στην ίδια ηλικία, πιο μικρό από της Λενέτας, περίπου συνομήλικο με την αναθρεφτή μου, την Εργινούσα. Μια γενιά μεγαλώνει μέσα στην πόλη – κλουβί. Ούτε μια φορά δεν αξιώθηκαν τούτα τα παιδιά να πορίσουν από τις καστρόπορτες. Κι αν τα ρωτήσεις αύριο πώς είναι ο κόσμος, τι θ’ αποκριθούνε; Δε θα ξέρουν αυτά ελιές και λιοτρίβια, δε θα ’χουν δει κοπάδια. Θα θυμούνται μόνο καμπάνες να βαράνε συναγερμό, μόνο μπόμπες να σφυρίζουν. Κατάλαβες, κυρ Λέο; Κατάλαβες;

Φίλε μου, σ' ευχαριστώ. Η μαρτυρία της εικόνας είναι πάντα πολύτιμη...

ΝΨ

ΣΗΜΑΝΙΚΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΓΙΑ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ: Για τυχόν αναδημοσιεύσεις είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η παράθεση ενεργού συνδέσμου: http://karmanor.gr/