ΝΑ ΜΟΥ ΒΓΟΡΙΣΟΥΝ ΤΑ ΣΦΑΚΙΑ...

Δεν είναι μόνο που ταυτίζονται

οι τόποι με τους ανθρώπους,

είναι και που οι μορφές επαναλαμβάνονται,

νομίζεις πως στα πρόσωπα των παρόντων

ζωντανεύουν οι περασμένες γενιές.

 

Κείμενο-φωτογραφία ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Άλλοτε σμιλεύει ο χρόνος τις μορφές κι άλλοτε αποτραβιέται κι αφήνει την ιστορία να τις σμιλέψει. Είναι τότε που οι μορφές παίρνουν την έκφραση του τόπου, τόποι και άνθρωποι γίνονται ένα, δεν μπορείς να τους ξεχωρίσεις. Κι εσύ, ο κάθε ταπεινός αναζητητής των αφανών αποχρώσεων, σταματάς μπροστά σε κάθε ορόσημο, βλέπεις τις εμβληματικές μορφές κι αλλάζεις γνώμη. Δεν είναι μόνο που ταυτίζονται οι τόποι με τους ανθρώπους, είναι και που οι μορφές επαναλαμβάνονται, νομίζεις πως στα πρόσωπα των παρόντων ζωντανεύουν οι απόντες, αντίγραφα από καλούπια πανάρχαια.

Τ' αποτυπώματα της ιστορίας τα βλέπεις παντού. Αρκεί να θες να τα δεις.

Μάλλον είμαι τυχερός που βρέθηκα πριν από χρόνια στα εγκαίνια της γέφυρας της Αράδενας, τότε που συνδέθηκε το ρημαγμένο χωριό με τον υπόλοιπο κόσμο, κι έζησα τη σύναξη των ορεινών, τότε που, όπως θα 'λεγε κάποιος ανώνυμος αλλά σοφός ποιητής, «συντρέξαν  τα χωριά, τα πάνω και τα κάτω». Χωρίς να δείξουν, βέβαια, «την ευλάβεια και τέχνη των αρμάτω», όπως λέει το τραγούδι του Άι Νικήτα, αλλά τη σεμνή έκφραση που παίρνει η ανυπόκριτη κι ανεπιτήδευτη  περηφάνια. Το ένιωσα πρώτα βλέποντας μπροστά μου την αγέρωχη μορφή του Βοτζογιάννη, το συνετό πρόσωπο του Θοδωρή του Πολύρη, τους Αντρουλήδες, τους Πώλους, τους ανθρώπους που πάνω στις μορφές τους αποτυπώθηκε ο χαρακτήρας του τοπίου. Όλο χαράκια και λέσκες η σφακιανή Μαδάρα, όλο φως και διαφάνεια τα λημέρια της ιστορίας· τόπος σκληρός που ξέρει να καλοδέχεται τους φίλους και να ξαποστέλνει τους οχτρούς.

Όχι, δεν λέω, έχει και τα κουσούρια του, ο κάθε τόπος έχει τα κουσούρια του κι η Αράδενα το ξέρει καλά, πάνω σε πλάκες και μνημούρια είναι γραμμένα μ' ανεξίτηλα γράμματα. Μα εσύ, ο ταπεινός επισκέπτης, εσύ που αναζητείς τις ασκιανάδες του χρόνου, εσύ που γυρεύεις έν' απόσκιο στην κύκλια ροή του για ν' αφουγκραστείς τους ψιθύρους της ιστορίας, εσύ που γυρεύεις ζάλα προγονικά για προσκύνημα, ίσως μπορέσεις να φυλλομετρήσεις το χτες στις μορφές και στις καρδιές των ανθρώπων. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να σου αφηγηθεί ξεστίχου τη μακρόσυρτη ρίμα του Δασκαλογιάννη και του Αληδάκη. Ή να σου τραγουδήσει το υπέροχο τραγούδι της νοσταλγίας:

Χριστέ να σπούσαν οι φλακές

να φύγω από το Κάστρο

να πάρω δίπλα τα βουνά

να βγω στον Ψηλορείτη

να μου βγορίσουν τα Σφακιά,

τσ' Ανώπολης ο κάμπος

ν' ακούσω αρμάτω ταραχή.

Εγώ, πάντως, το άκουσα (με την παρέα μου) από το στόμα του Ορφανουδάκη, στην Ανώπολη (που κι εκείνος, όπως έμαθα, πήγε πριν από χρόνια να βρει τις άλλες μορφές στα χαροκόπια της αιωνιότητας). Και το άκουσα στην ανωπολίτικη εκδοχή του: «Τσ' Ανώπολης ο κάμπος». Η άλλη εκδοχή μιλά για το «Αρμί του Καλλικράτη». Λέξεις, φράσεις, στίχοι, μουσικές που διαμόρφωσαν ταυτότητες. Κι ακόμη διαμορφώνουν! Τον Ορφανουδάκη δεν θα τον ξεχάσω. Ούτε τα παιδιά του. Είναι κάποιες μορφές που σημαδεύουν τα πραγματικά και τα νοερά μας ταξίδια. Και κάποιες κουβέντες. Και κάποια χαμόγελα. Που δεν έχουν τίποτα να κύψουν.

Μα γιατί κάθε που βρίσκομαι σε τούτα τα μέρη, από την Ανώπολη, μέχρι τον Άη Γιάννη και το Ψηλό Μουρί, από τα νιμπριώτικα μέχρι κάτω στους γιαλούς, το Λουτρό της Καγκελαρίας (και του φίλου μου του Πατρού), το Φραγκοκάστελο του Χατζημιχάλη και τον Άη Χαραλάμπη της Ηγουμένης Μαγδαληνής της γιάτρισσας, νιώθω ένα φτερούγισμα, σαν παλιό ξεχασμένο τραγούδι που έρχεται τώρα, αιώνες μετά, να μου θυμίσει πως η απόσταση που μας χωρίζει από τον θρύλο είναι δρόμος μιας δρασκελιάς;

Φεύγοντας εκείνη τη μέρα από την Ανώπολη συνέλαβα τον απατό μου να ψιθυρίζει τον στίχο, έτσι όπως τον είχα ακούσει από τον Ορφανουδάκη, και ν' αγναντεύει τις αγριάδες της Μαδάρας. Αλήθεια, βγορίζει ο τόπος. Όλ' η Μαδάρα βγορίζει. Και δεν είναι μόνο που βλέπεις τα μνημεία του ανθρώπου και τα μνημεία της φύσης, πρίνους και χαράκια και ξερολιθιές· μικρές και μεγάλες ιστορίες ξεπετάγονται σε κάθε σου βήμα, κάποιες νεράιδες που φώλιασαν στο σπήλιο του Κορμοκόπου, κάποιες σκιές που προβαίνουν για να σου θυμίσουν τις αφηγήσεις του τοπίου.

Είναι τ' αποτυπώματα της ιστορίας, που λέγαμε!

Κι ύστερα, πάλι τα ίδια! Συλλαβίζεις τη λέξη στο ξεχασμένο μας αλφαβητάρι (άλλοι το λένε γλωσσικό ιδίωμα) κι αναγαλλιάζεις. Βγορίζω (και ευγορίζω) παρατηρώ, κατοπτεύω, αγναντεύω. Συνήθως ακούγεται σε τρίτο πρόσωπο, βγορίζει ο τόπος, έχει ορατότητα. Μάλλον από το ευ και το αρχαίο ρήμα οράω - ορώ.

Είναι τ' αποτυπώματα της ιστορίας, που λέγαμε...