Ο Άγιος με τα σκισμένα ρούχα

Ο Άγιος με τα σκισμένα ρούχα

 

Απ’ όλες τις παλιές ιστορίες πιο παράξενη μου φαινόταν εκείνη του αγίου με τα σκισμένα ρούχα. Την άκουσα κάποτε από τη γιαγιά μου και τώρα, πολιός πια κι εγώ, σκέφτηκα να την περάσω στο χαρτί με λόγια δικά μου:

Κάλεσε, λέει, κάποτε ο Θεός τους αγίους και τους μοίρασε τις ευθύνες του κόσμου· ο Στυλιανός να προσέχει τα παιδιά, ο Μάμας τα κοπάδια, ο Χριστόφορος τους ταξιδιώτες και τους δρομολάτες, ο Λευτέρης να λευτερώνει τις γυναίκες από τους πόνους της γέννας, ένας άγιος για το κάθε πράμα. Μόνο για τη θάλασσα, τα καράβια και τους ναύτες όρισε δυο, τον Κασσιανό και τον Νικόλα· είναι μεγάλη η θάλασσα κι ένας μοναχός του δεν θα προλάβαινε.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια, αιώνες ολάκεροι. Και μια μέρα που περπατούσε ο Θεός στα μυρισμένα λιβάδια της Παραδείσου είδε τον Κασσιανό να ραχατεύει ξαπλωμένος κάτω από ένα ανθισμένο δεντρό. Πάει να σιμώσει μα εκείνη τη στιγμή βλέπει ένα ξυπόλητο γεροντάκι με ξέχουρδα μαλλιά και σκισμένα ρούχα ν’ ανηφορίζει τις σκάλες τ’ ουρανού. Ο Άι Νικόλας ήταν, αλλά ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός δυσκολεύτηκε να τον γνωρίσει.

- Πού ήσουνα, Νικόλα; ρωτά.

- Ένα καράβι κινδύνευε, Κύριε, στα πέρατα του κόσμου κι έτρεξα να προλάβω. Μα το κύμα ήταν πολύ κι έτσι καθώς έσερνα το πλοίο για να το βγάλω σε γαλήνια θάλασσα μπέρδεψαν τα ρούχα μου στα κατάρτια και σκίστηκαν.

Αγκάλιασε ο Θεός τους δυο αγίους του κι άρχισε να τους δασκαλεύει.

- Να γιατί σε τιμούν, Νικόλα, οι άνθρωποι, σε γιορτάζουν κάθε χρόνο και σου χτίζουν εκκλησίες στα λιμάνια. Να γιατί σ’ έχουν ξεχάσει εσένα, Κασσιανέ, να γιατί σε γιορτάζουν μια φορά στα τέσσερα χρόνια και όταν καταβαίνεις στη γη δεν μπορείς να βρεις ούτε ένα ξωκλήσι σου να μπεις να ξαποστάσεις.

 

Τον καμάρωνα πάντοτε τον Νικόλα έτσι καθώς τον έβλεπα να στέκει αγέρωχος στην εικόνα του ανάμεσα σε ασημένια καραβάκια και κάθε λογής άλλα τάματα. Μα και τον Κασσιανό τον συμπαθούσα. Στην παιδική μου φαντασία δεν χωρούσαν καλοζωισμένοι και ακαμάτηδες άγιοι· λιπόσαρκους, σκελετωμένους σχεδόν, πετσί και κόκαλο τους εικόνιζαν οι ζωγράφοι στις εκκλησιές και τα ξωμονάστηρα· έτσι τους ήθελα κι εγώ τους αγίους μου, με ρυτίδες του μόχτου σαν τους ξωμάχους του χωριού μου και τους ρεσπέρηδες. Και τώρα που ανακαλώ στη μνήμη μου εικόνες και συναισθήματα θαυμάζω πολύ τον ευρέτη λαό που καταφέρνει να συναιρεί τους κόσμους και να συμφύρει τα πράγματα, να μεταφέρει ανθρώπινες ιδιότητες στο θείον για να εξηγήσει τα τερτίπια των ημερολογίων. Γιατί, πράγματι, ο Κασσιανός βολοδέρνει στις χαμένες ημέρες του Φλεβάρη, στις 29 του μήνα τον γιορτάζουν - όπου τον γιορτάζουν-, κάθε δίσεκτο έτος, δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια.

Τον Άι Νικόλα, πάντως, τον Άι Νικόλα των παλιών λαϊκών διηγήσεων, τον γείτονα των σχολικών μου χρόνων - μια ανάσα δρόμος χώριζε το πατρικό μου από το καλύβι του - δεν έπαψα ποτέ να τον θαυμάζω. Μόνο που ακόμη και τώρα τον θυμάμαι έτσι όπως τον έπλασε κάποτε η παιδική φαντασία μου. Ιδρωμένο, ξυπόλητο, με κουρελιασμένα ρούχα, με τα γένια του να στάζουν αλμύρα, και μ’ ένα βαπόρι στα χέρια του, ένα σίγουρο σκαρί, απ’ αυτά που αντέχουν τις θαλασσοταραχές και τις τρικυμίες. Κι αν  έχω κάτι να πω σε όλους εσάς που με θυμηθήκατε φέτος στη γιορτή μου είναι τούτο: Μ’ ένα τέτοιο καράβι σας εύχομαι, μ’ ένα τέτοιο γερό σκαρί να ταξιδεύουνε πάντα τα όνειρά σας!        

Νίκος Ψιλάκης, 6 Δεκεμβρίου 2023