ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ: Μια ζωή αφιερωμένη στον λαϊκό πολιτισμό

Γιώργος Αικατερινίδης:

Μια ζωή αφιερωμένη

στον λαϊκό πολιτισμό

(ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ)

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Γιώργος Αικατερινίδης

Ο Γιώργος Αικατερινίδης στην Αιανή Κοζάνης με τις μικρές Λαζαρίνες.

Ήταν κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η Αθήνα υποδεχόταν αμήχανη χιλιάδες όνειρα από κάθε γωνιά της πατρίδας. Κι ήταν τόσο αμήχανη η Αθήνα του 1958 που χρειάστηκε να γκρεμίσει τις μνήμες της για να χωρέσουν αυτά τα όνειρα. Μόλις που άρχιζε η αντιπαροχή. Η κάθε καινούργια μέρα έμοιαζε όλο και λιγότερο με την προηγούμενη. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελούσε πλέον παρελθόν αλλά οι μνήμες του δεν είχαν σβήσει ακόμη.
Στο κέντρο της πόλης οι φοιτητές, και ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν φτάσει από την «επαρχία», όπως μάλλον υποτιμητικά αποκαλούσαν την περιφέρεια οι αυτοαποκαλούμενοι «Αθηναίοι», ζούσαν σ’ ένα περίεργο όνειρο. Κάθε μεσημέρι κατέκλυζαν τους γύρω από το Πανεπιστήμιο χώρους. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν καφετέριες.
Κάπου εκεί, στα πίσω σκαλιά της Ακαδημίας Αθηνών, ένας νεαρός Κρητικός φοιτητής απολάμβανε ένα μεσημέρι του 1958 τον αττικό ήλιο περιμένοντας τη συνέχεια, δηλαδή το επόμενο μάθημα στην ελληνική φιλολογία. Μόνο που εκείνο το διάλειμμα έμελλε να σημαδέψει ολόκληρη τη ζωή του. Άλλοι το λένε τύχη και άλλοι σύμπτωση. Δεν έχει σημασία όπως και να το πεις. Σημασία έχει που συνέβη!
Ένας κοντός κύριος πέρασε δίπλα από τη σκάλα και κοντοστάθηκε. Είδε τον φοιτητή, τον κοίτάξε καλύτερα… Μπα, άγνωστος του φάνηκε… Πάει να φύγει, το μετανιώνει, σηκώνει το χέρι και φωνάζει τον φοιτητή κοντά του. Οι ερωτήσεις τυπικές. Από που είσαι, τι κάνεις εδώ, τι σπουδάζεις… Ο ηλικιωμένος κύριος ήταν καθηγητής της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο φοιτητής, που τον ήξερε βέβαια, του μίλησε με σεβασμό αλλά και με θάρρος. Αυτό ήταν! Από τη μέρα εκείνη μέχρι και το θάνατο του καθηγητή έγιναν αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες. Ο νεαρός φοιτητής βρέθηκε να εκτελεί κάτι σαν… καθήκοντα βοηθού. Κι ας ήταν φοιτητής ακόμη!
Το όνομα του καθηγητή Γεώργιος Μέγας. Και του φοιτητή Γιώργος Αικατερινίδης. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλα άρχισαν από τα πίσω σκαλιά της Ακαδημίας!
Το επόμενο βήμα έγινε λίγες βδομάδες μετά. Ο Μέγας πάλευε ολομόναχος στο συντηρητικό Πανεπιστήμιο εκείνης της εποχής. Δεν είχε ούτε καν βοηθό. Και… βρήκε! Ας φανταστούμε τώρα την έκπληξη του φοιτητή που μια μέρα δέχτηκε μιαν ανεπίσημη πρόσκληση σε γεύμα. «Την Κυριακή να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε μαζί», ή κάτι τέτοιο. Από τότε ο φοιτητής έτρωγε με τον καθηγητή του σχεδόν κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή!
Μετά από όλα αυτά δεν νομίζω να έχετε καμιάν αμφιβολία για το επάγγελμα που έμελλε να ακολουθήσει ο νεαρός φοιτητής. Μπήκε από μικρός στον λειμώνα της Λαογραφίας. Κι έμεινε! Η συνάντηση με τον Μέγα ήταν απλώς το ξεκίνημα. Το κρητικό μεράκι, το φιλότιμο και η ευρυμάθεια του φοιτητή εντυπωσίασαν τον μεγάλο Έλληνα Λαογράφο. Ίσως να έβλεπε στο πρόσωπό του τον μελλοντικό ερευνητή, τον πετυχημένο Λαογράφο. Όπως έκανε και με έναν άλλο φοιτητή του, τον  Μιχάλη Μερακλή, επίσης σπουδαία μορφή της ελληνικής λαογραφίας και των ελληνικών γραμμάτων σήμερα. Όταν πήγε στο στρατό ο Αικατερινίδης ανέλαβε ο Μερακλής άτυπα καθήκοντα βοηθού. 
Η δεκαετία του 1960 ήταν από τις πιο δύσκολες για τον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό. Καθώς άλλαζε με ταχύτατο ρυθμό η ελληνική κοινωνία, καθώς τα χωριά άδειαζαν για να γεμίζει το Λεκανοπέδιο, άρχισαν να περνούν σε δεύτερη μοίρα οι συνήθειες που κυριάρχησαν για πολλούς αιώνες στον ελληνικό χώρο. Ήταν ίσως η πιο κρίσιμη δεκαετία για την ελληνική λαογραφία! Λαογράφος πια ο Γιώργος Αικατερινίδης κατανόησε πολύ νωρίς τον ιδιαίτερο ρόλο που θα διεδραμάτιζε η τεχνολογία στο κόσμο του μέλλοντος, στην καινούργια μεγάλη μέρα που μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει. Εξοικειώθηκε με τις φωτογραφικές μηχανές και τα μαγνητόφωνα, φορτώθηκε και μια φορητή κινηματογραφική μηχανή και ξεκίνησε τη μεγάλη περιπλάνηση στην Ελλάδα.
Ο παραδοσιακός πολιτισμός είχε αρχίσει να συγκινεί όλο και περισσότερους Έλληνες. Ο δρόμος που είχε ανοίξει ο Νικόλαος Πολίτης είχε μεγαλώσει! Σημαντικές μορφές, όπως ο Κυριακίδης και ο Σπυριδάκης, είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια επιστημονική προσέγγιση του παραδοσιακού πολιτισμού. Ήταν η εποχή εκείνη που το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών άρχισε να επιβραβεύει με χρηματικά ποσά και επαίνους τους συλλογείς λαογραφικού υλικού, η εποχή που πλήθος Ελλήνων δασκάλων άρχισε να συγκεντρώνει λέξεις, έθιμα, παρατηρήματα, τραγούδια… Η διαφορά των επιστημόνων Λαογράφων με όλους αυτούς του φιλότιμους εραστές της παραδοσιακής ζωής εντοπιζόταν κυρίως στον τρόπο προσέγγισης: Δεν εκινούντο μόνον από τον έρωτα. Γνώριζαν τη μέθοδο, όπως γνώριζαν να αξιολογήσουν τα φαινόμενα. Η επιστημονική γνώση οδηγούσε σε πιο στέρεο έδαφος τα βήματά τους.
Ο Γιώργος Αικατερινίδης βγήκε στον πηγαιμό χωρίς να περιμένει να φτάσει ποτέ στην Ιθάκη. Για κείνον κάθε μονοπάτι, κάθε ξεχασμένο έθιμο ήταν και μια καινούργια Ιθάκη. Ήξερε καλά πως ο κόσμος αλλάζει. Πως ο φαμπρικάρης του 1965 θα αποτελούσε παρελθόν σε σύντομο χρόνο, πως το παραδοσιακό (ζωοκίνητο) ελαιοτριβείο έμελλε να αντικατασταθεί από το ηλεκτροκίνητο. Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες που έζωναν το μικρό χωριό των Αστερουσίων, τους Παρανύμφους, με κλωστή για να σταματήσει ο άνεμος ήταν οι τελευταίες ιέρειες μιας τελετουργίας που είχε αρχίσει μερικές χιλιάδες χρόνια πριν. Η μηχανή λήψεως άρχισε… να βγάζει σπίθες. Σπάνια στην ιστορία του κινηματογράφου μερικά λεπτά εικόνας αντιστοιχούν σε τόσους αιώνες μαζί! Σήμερα η ταινία αυτή αποτελεί σπάνιο ντοκουμέντο, πολύτιμη παρακαταθήκη της παραδοσιακής ζωής. Έπρεπε να σταματήσει ο δυνατός άνεμος για να μπορέσουν να λιχνίσουν τα αλωνισμένα στάχυα τους. Τις βλέπεις να περπατούν γρήγορα, σα να τρέχουν, φτωχοντυμένες αλλά αυθεντικές με βλέμματα που σκλαβώνουν, έχοντας αποτυπώσει το χρόνο! 
Λίγα χρόνια μετά σταματούσε με δέος μπροστά στις μεταμφιέσεις του βορειοελλαδικού χώρου. Από το Σοχό μέχρι τη Δράμα και τη Θράκη. Φωτογράφιζε και κατέγραφε σε φιλμ κινηματογραφικής μηχανής. Πόσοι, άραγε, ξέρουν ότι αυτές οι σπουδαίες φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις τελευταίες στιγμές της αθωότητας είναι δικές του; Άγνωστα στον αστικό χώρο έθιμα και τελετουργίες, υλικό που εντυπωσίαζε, καθώς πέρα από την αισθητική λειτουργία της φωτογραφίας εμφανιζόταν και η εικόνα ως τεκμήριο.
Ο Γιώργος Αικατερινίδης ξεκίνησε από την Κρήτη, την αγαπημένη του γενέθλια γη, για να οργώσει ολόκληρη την Ελλάδα. Έθιμα και συνήθειες, πνευματικός και υλικός βίος, λέξεις τραγούδια και μουσικές αγαπημένες αποτελούσαν για χρόνια και χρόνια την πολύτιμη συγκομιδή του. Μια προσπάθεια καταγραφής υλικού που έπρεπε να διασωθεί για να αξιοποιηθεί από την επιστήμη. Ο Λαογράφος ήξερε καλά πως αύριο θα ήταν αργά.
Παρακολουθώ μέσα από δεκάδες βιβλία και άρθρα τη διαδρομή του. Σταματώ στους Αναστενάρηδες, βλέπω τους πυροβάτες να περπατούν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα και φαντάζομαι τον επιστήμονα που εξακολουθεί να είναι και άνθρωπος, να σταματά στις πόρτες, να μιλά με τους ανθρώπους, να χαιρετά με κείνο το ηχηρό χαμόγελο που σε κάνει να τον νιώθεις με την πρώτη κιόλας κουβέντα σαν φίλο. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως αυτό το χαμόγελο μπορεί να είναι το κλειδί της επιτυχίας του. Ξέρει να προσεγγίζει τους ανθρώπους. Ίσως επειδή τους αγαπά και τους σέβεται.
Σταματώ στα μαρτιάτικα χελιδονίσματα. Το χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη το ήξερε από τα χωριά της Σητείας (το είχε καταγράψει ο άλλος μεγάλος συνεργάτης του ο αείμνηστος Γεώργιος Σπυριδάκης), το βρήκε στις Σέρρες στεφανωμένο με κλαδιά ελιάς. Άκουσε τις φωνές των παιδιών να τραγουδάνε τα ιδιότυπα κάλαντα, έζησε την αγωνία τους, περπάτησε μαζί τους στους δρόμους…
Η επιστημονική πορεία του δεν σταμάτησε στις καταγραφές. Έχοντας πλουτίσει το οπλοστάσιό του μπόρεσε να δει με πιο καθαρό βλέμμα τα πράγματα. Και να τα ερμηνεύσει. Αξιοποίησε τις πηγές, προσπάθησε να δει τα πράγματα στην ιστορική εξέλιξή τους, δεν είδε τα έθιμα και τις συνήθειες του λαϊκού ανθρώπου σαν μεμονωμένα περιστατικά αλλά τα αποτίμησε ως σύνολο, μελετώντας την εξέλιξη των κοινωνιών. Κάποτε τον είχαν ζητήσει σε ένα Πανεπιστήμιο. Να διδάξει Λαογραφία• δεν πήγε. Δεν ξέρω γιατί. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι δεν θα άφηνε με τίποτα την έρευνα, αυτή τη βιωματική σχέση που διατηρεί με την ελληνική ύπαιθρο, τη σχέση που μετουσιώνει την εργασία και την έρευνα σε έρωτα!
Σήμερα αισθάνεται αρκετά ώριμος αφού έχει καταφέρει να συνδυάσει το βίωμα με την επιστημονική γνώση αλλά και αρκετά νέος για να συμπληρώνει διαρκώς τις μελέτες του και να αναδεικνύει τις άγνωστες πτυχές του λαϊκού πολιτισμού. Τον τελευταίο καιρό επέστρεψε για μια ακόμη φορά στις ρίζες του και έγραψε ένα εκτενές άρθρο για τη λαογραφία της Κρήτης σε ένα τόμο που ετοιμάζεται από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας. Έτσι ξεφύλλισε και πάλι τα παλιά του τετράδια… Είδε τον παπά του Κρουσώνα να ευλογεί τα σταφύλια στις έξι τ’ Αυγούστου, όπως τον είχε φωτογραφίσει το 1964. Είδε την ηλικιωμένη γυναίκα να ξεματιάζει την αίγα της στο Ζαρό, όπως την είχε απαθανατίσει κάπου στα 1965. Είδε το χρόνο να επιστρέφει. Και την Κρήτη του παλιού καιρού να προβάλει μέσα από κιτρινισμένα χαρτιά και ασπρόμαυρες φωτογραφικές μνήμες, αγέρωχη, όμορφη, νοσταλγική!

Οι αιματηρές θυσίες
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960 βρέθηκε να ακολουθεί την ιερή πομπή του ταύρου στη Λέσβο. Το ζωντανό έπρεπε να θυσιαστεί μπροστά στο ναό, όπως θυσιαζόταν κάθε χρόνο. Φωτογράφισε την πομπή. Και τον ταύρο. Στιγμή προς στιγμή απαθανάτισε την τελετουργία. Λίγα χρόνια μετά, ώριμος ερευνητής πλέον, κατέθετε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τη διδακτορική του διατριβή. Το θέμα της; Αιματηρές θυσίες στην Ελλάδα!
Για πολλούς ήταν θέμα ταμπού. Οι αιματηρές θυσίες παρέπεμπαν σε αρχαίες μορφές λατρείας. Άρα, και στην αρχαία θρησκεία! Η επιστήμη πρέπει να μη σταματά σε προκαταλήψεις. Η διδακτορική διατριβή εγκρίθηκε, όπως είναι φυσικό, από το Πανεπιστήμιο. Και στη συνέχεια εκδόθηκε από το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Σήμερα είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη πληροφοριών αλλά και ένα υπόδειγμα συστηματικής ερευνητικής προσέγγισης.

Μια μαρτυρία
Βλέποντας εκείνα τα εκπληκτικά ψωμιά του γάμου που είχε φωτογραφίσει από τη δεκαετία του 1960 εντυπωσιάστηκα! Μελετώντας τους τελετουργικούς άρτους της Ελλάδας σκέφτηκα να ρωτήσω τον πολύτιμο φίλο μου αν έχει απομείνει τίποτα από κείνα που είχε δει ως νεαρός λαογράφος πριν από 25 και 30 χρόνια. Ύστερα από μια μακρά συζήτηση μαζί του αποφάσισα να πάω στη Βόρεια Ελλάδα, σε τόπους που κατάφεραν να διατηρήσουν τα έθιμά τους. Για να με διευκολύνει, μάλιστα, ειδοποίησε μερικά χωριά για την επίσκεψή μου.
Όταν βρέθηκα στα χωριά της Δράμας κατάλαβα πως με περίμεναν… όλοι! Δεν ήμουν ξένος γιατί με είχε στείλει ο «δάσκαλος»• έτσι τον αποκαλούσαν όλοι. Ήμουν ο φιλοξενούμενος του κάθε χωριού γιατί με είχε στείλει… ο δάσκαλος! Από τα χωριά αυτά είχε περάσει για πρώτη φορά πριν από 30 ολόκληρα χρόνια. Και διατηρεί ακόμη αλώβητες από το χρόνο τις σχέσεις και τις παλιές του φιλίες!

«Βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα συναρπαστικό κεφάλαιο»

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΙΜΑΤΗΡΕΣ ΘΥΣΙΕΣ»

«…Η συστηματική απασχόληση μου με τις νεοελληνικές αιματηρές θυσίες άρχισε το Μάιο του 1969, όταν απεσταλμένος από το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών πήγα στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου, για να κινηματογραφήσω και. να μελετήσω την ταυροθυσία πού τελεί κάθε χρόνο το χωριό μετά το Πάσχα, για να τιμήσει τον προστάτη του χωρίου άγιο Χαρά¬λαμπο.
Δεν ήταν τότε ή πρώτη φορά που παρακολουθούσα αιματηρή θυσία ανάλογες ευκαιρίες μου είχαν δοθεί και άλλοτε, μέσα στα πλαίσια λαογραφικών αποστολών πού πραγματοποιούσα από το 1963, αρχικά ως επιστημονικός συνεργάτης και στη συνέχεια ως συντάκτης του Κέντρου• πολύ εξάλλου ήταν και το σχετικό υλικό, πού μέχρι τότε είχα καταγράψει.
Η ταυροθυσία όμως της Αγίας Παρασκευής, με την καθολικότητα της συμμετοχής των κατοίκων του χωριού, την ευρύτητα των εκδηλώσεων, την όλη της γενικά τελετουργία, μου έδειξε ότι βρισκόμουν μπροστά σ' ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της λαϊκής μας λατρείας, ανεξερεύνητο στην πραγματικότητα, παρά τις σποραδικές και τοπικά περιορισμένες δημοσιεύσεις πάνω στο θέμα, που απαιτούσε, για να μελετηθεί σωστά, συστηματική αυτοψία.
Έτσι άρχισα να συγκεντρώνω το σκόρπιο σε χειρόγραφα και δημοσιεύ¬ματα υλικό, πού είχε σχέση με τις αιματηρές θυσίες, και παράλληλα να επισκέπτομαι, ιδιωτικά ή μέσα στα πλαίσια των υπηρεσιακών λαογραφικών αποστολών μου, τα μέρη εκείνα, απ' όπου θα μπορούσα να έχω χρήσιμα στοιχεία, κυρίως τη Θράκη, Μακεδονία, Λέσβο συχνή αλληλογραφία και τη¬λεφωνική επικοινωνία με κατάλληλα πρόσωπα έλυναν απορίες η ασάφειες γύρω από το υλικό μου.
Όσο ή εργασία προχωρούσε και το υλικό πολλαπλασιαζόταν, τόσο φαινόταν καθαρά, ότι ή νεοελληνική θυσία, πέρα από τις ομοιότητες με την αρχαία, είχε και τον δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα, τον όποιο και θέλησα να μελετήσω συστηματικά, για να έχουμε μια κατά το δυνατόν πλήρη εικόνα της αιματηρής θυσίας στη νεοελληνική φάση της, ως χρήσιμο συμπλήρωμα στις γνώσεις μας για την αρχαιοελληνική.
Έκτος από τα ανέκδοτα στοιχεία που προέρχονται από αυτοψία, μεγάλο μέρος ανέκδοτου επίσης υλικού άντλησα από χειρόγραφα του Κέντρου Λαογραφίας και του Κέντρου Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικοί) της Ακαδημίας Αθηνών, του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Φροντιστηρίου Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών…»