Η τελετουργία της φωτογράφισης στην Κρήτη του 1900 (Το νέο τεύχος του ΥΠΕΡ)
(Το κείμενο που συνοδεύει τη φωτογραφία του εξωφύλλου - Το περιοδικό διανέμεται δωρεάν στα Σ/Μ Χαλκιαδάκη)
Η τελετουργία της φωτογράφισης
στην Κρήτη του 1900
Οι άντρες καθισμένοι σε παλιές ψάθινες καρέκλες, οι γυναίκες όρθιες πίσω τους και μπροστά δυο παιδιά, κορίτσι κι αγόρι. Ήταν άνοιξη, μάλλον Μάρτης ή Απρίλης, όπως φανερώνει το ελαφρύ ντύσιμο των παιδιών και οι λευκές ανεμώνες που βλέπομε σκορπισμένες στο πάτωμα. Κάποιος άγνωστος φωτογράφος θα βρέθηκε στο χωριό τους εκείνες τις μέρες, γύρω στο 1900, ίσως να τον έλεγαν Μπεχαεντίν, ίσως Μαρκουλάκη, ίσως κάπως αλλιώς - η φωτογραφία δεν διασώζει το όνομα του δημιουργού της. Ούτε η ακριβής χρονολογία της λήψης είναι γνωστή. Το βέβαιο είναι πως είχε μείνει για πολλές δεκαετίες κρεμασμένη σε κάποιον τοίχο, στο χοντρό χαρτόνι που την πλαισιώνει φαίνονται κάμποσες τρύπες από πρόκες και η επιφάνειά της ήταν γεμάτη με μαύρα στίγματα, χιλιάδες μαύρα στίγματα καμωμένα από τις μύγες. Χρειάστηκε κόπος μεγάλος να καθαριστεί, ν' αποκατασταθούν οι φθορές κι ένα αντίγραφό της να επιχρωματιστεί με σύγχρονες ψηφιακές μεθόδους.
Μάρτυρες βουβοί των μικρών οικογενειακών ιστοριών είναι οι φωτογραφίες. Δεν γνωρίζω τα πρόσωπα, δεν γνωρίζω τις σχέσεις ανάμεσά τους, δεν γνωρίζω την τελετουργία της φωτογράφισης. Οι δυο άντρες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά η διαφορά της ηλικίας τους είναι φανερή, μάλλον είναι πατέρας και γιος - τότε οι άνθρωποι παντρεύονταν νέοι, συχνά και πριν τα 20 χρόνια τους. Έτσι όπως είναι φανερή και η διαφορά ηλικίας των δυο γυναικών. Μάλλον πεθερά και νύφη. Αν μαντεύω σωστά, η πατρική φαμίλια πόζαρε μαζί με τη φαμίλια του γιου. Επομένως τα παιδιά θα ανήκουν στον άντρα κάτω αριστερά και στη γυναίκα με τις λίρες ή τους μαμουντιέδες στον λαιμό της. Η άλλη γυναίκα δεν φορά κοσμήματα. Στητή κι αγέρωχη καμαρώνει για τη νύφη, για τον γιο, για τα εγγόνια της.
Μάρτυρες λάλοι της κοινωνικής ιστορίας είναι οι φωτογραφίες. Αποκαλύπτουν συνήθειες, νοοτροπίες, κοινωνικά στάτους. Και τούτη εδώ φανερώνει Κρήτη. Όλοι φορούσαν ντόπια ρούχα στα χωριά του νησιού. Και οι άνθρωποι της εικόνας μας φόρεσαν τα καλά τους για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Ίσως να στείλανε τα παιδιά να μαζέψουν λουλούδια, έτσι τα φωτογράφιζαν συχνά σε τούτα τα μέρη τα παιδιά. Μα το κοριτσάκι προτίμησε τη μεγαλίστικη τσάντα, ίσως αυτό να πέταξε τις ανεμώνες στο χώμα - ποιος ξέρει; Κοιτάζω τα παπούτσια. Χειροποίητα. Και φθαρμένα, πολύ φθαρμένα. Όπως και οι πάτοι των στιβανιών - τότε περπατούσαν οι άνθρωποι, περπατούσαν πολύ.
Το στήσιμο εντυπωσιακό. Άντρες και γυναίκες σε σχηματισμό χιαστί. Πιο πίσω μια κουβέρτα καρφωμένη στον τοίχο. Είναι μάλλινη. Πατητή, όπως τις λέγανε. Τη διάλεξαν για φόντο, έτσι για να φτιάξουν μια πρόχειρη απομίμηση του φωτογραφικού στούντιο. Κανείς δεν ξέρει τι βρισκόταν πίσω από τούτο το φόντο. Πόρτα, τοίχος, παράθυρο... Γνωρίζομε μόνο τι βρίσκεται μπροστά, διάχυτο ανάμεσα στους ανθρώπους: η μαγεία της μηχανής, η μαγεία της φωτογραφίας, η τελετουργία της. Ίσως να ήταν ο πρώτος φωτογράφος που βρέθηκε σ' αυτό το κρητικό χωριό (Κασταμονίτσα Ηρακλείου) πριν από έναν αιώνα και κάμποσα χρόνια. Και τούτες οι λίγες στιγμές που βρέθηκαν μπροστά στον φακό ίσως να ήταν από τις πιο επίσημες της φαμίλιας!
Κοιτάζω ξανά και ξανά. Ίσως να ξέρω γιατί φορά μονάχα η νέα γυναίκα τα χρυσαφικά της. Μια συνήθεια παλιά επέβαλλε να προσφέρει η μάνα τα κοσμήματά της στη νύφη, τη γυναίκα του πρωτότοκου γιου...
Κι όμως... Όσες φορές κι αν κοιτάξω τη φωτογραφία το βλέμμα μου θα συναντήσει τα βλέμματα των απόντων. Αφουγκράζομαι τις σιωπές τους, γυρίζω πίσω τους δείκτες του χρόνου και προσπαθώ ν' αναπλάσω το σκηνικό. Τον τόπο, τον χρόνο, την ψυχή, το συναίσθημα. Έτσι γίνεται πάντα με τις παλιές φωτογραφίες. Τις κοιτάζεις και τα μάτια σου γεμίζουν αινίγματα.
Ν. Ψ.