ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΜΙΣΕΡ ΑΛΕΒΙΖΟΥ - Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Στοίχειωσε το πλοίο του μισέρ Αλεβίζου στις θάλασσες του νότου. Το βρήκαν χρόνια μετά οι ψαράδες να βολοδέρνει στο πέλαγο. Μόνο. Χωρίς καπετάνιο, χωρίς ναύτες, χωρίς επιβάτες.

Κάποτε μαστιζόταν ο κόσμος από τις φοβερές επιδημίες της πανούκλας. Της αρρώστιας που οι άνθρωποι όρισαν ως διώκτη της τον Άγιο Χαραλάμπη.

Την διήγηση για την περιπέτεια του μισέρ Αλεβίζου την ενέταξα στο μυθιστόρημα «Πολυφίλητη» (Καρμάνωρ 2015). Είναι μια σύζευξη ιστορίας και επινόησης.

Το απόσπασμα από τη σελίδα 224:

   

...Τότες, λοιπόν, «εις τους 1592 χρόνους», ξύπνησε κάποιος ευγενέστατος άρχος, ο μισέρ Αλεβίζος, είχε πλούτη αυτός, δε γινόταν να πεθάνει μαζί με τους άλλους. Μάζεψε το βιος του, το έκαμε χρυσάφι κι ασήμι, έβαλε τη φαμίλια του σ’ ένα πλοίο, γέμισε νερό και φαγώσιμα τ’ αμπάρια κι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Μέχρι και δυο, μέχρι και τρεις χρόνους μπορούσε να ταξιδεύει χωρίς να του λείψει το φαΐ. Είχε σκοπό να αρμενίζει στα πέλαγα και να πιάνει μόνο μικρολίμανα στα ερημονήσια μέχρι να περάσει το θανατικό και να καθαρίσει ο τόπος. Πέρασαν βδομάδες, πέρασαν μήνες, ο ποτέ μισέρ Αλεβίζος ξεχάστηκε. Και μια μέρα, χρόνια μετά την πανούκλα, είδαν οι ψαράδες ένα πλοίο να βολοδέρνει στο πέλαγο. Σίμωσαν, φώναξαν, ξαναφώναξαν, απόκριση δεν πήραν. Ανέβηκαν πάνω, κοίταξαν ολόγυρα. Κανείς! Μόνο κόκαλα γυμνωμένα ξάσπριζαν στον ήλιο, καυκάλια κυλούσαν σαν άδειες φλάσκες στο κατάστρωμα. Πλευρές, ωμοπλάτες, περόνες, στέρνα, σφοντύλια σμίγανε και ξαναχωρίζονταν με το ταρακούνημα των κυμάτων. Αδύνατο να καταλάβει κανείς ποιες απ’ όλες αυτές τις σωριασμένες κοκάλες στύλωναν κάποτε το κορμί του εκλαμπρότατου άρχοντα, του μισέρ Αλεβίζου, ποιες του καραβοκύρη και ποιες του ναύτη. «Καταλάβατε, τέκνα μου, τι έγινε τότες; Οστά γεγυμνωμένα». Μόνο κάμποσες κνήμες ξεχώριζαν ξεμοναχιασμένες από τις άλλες· ήταν ακόμη δεμένες με χοντρές αλυσίδες στα πλευρά του πλοίου. Εύκολα κατάλαβαν οι ψαράδες πως οι σκλάβοι κωπηλάτες είχαν πεθάνει καθηλωμένοι στους πάγκους της αγγαρείας. Έβγαιναν οι ψυχές, μα δεν έβγαιναν οι αλυσίδες από τα πόδια τους. Ο Μαύρος Θάνατος είχε ανταμώσει μεσοπέλαγα το πλεούμενο, μπούκαρε μέσα και δεν άφησε ρουθούνι. Λέγανε οι παλιοί ναυτικοί πως την αρρώστια την είχε κουβαλήσει ο ίδιος ο κυρ Αλεβίζος. Εκείνος είχε συχνά πάρε-δώσε μ’ Αλγερίνους κουρσάρους, έκανε κοντραμπάντα, μπαινόβγαινε σε ξένα καράβια.

Ρίγος τους έπιασε τους ψαράδες. Φοβήθηκαν, έφυγαν από το στοιχειωμένο κάτεργο κι ούτε που γύρισαν να κοιτάξουν οπίσω. Από τότε το πλοίο της πανούκλας συνεχίζει να ταξιδεύει στα πέλαγα. Το πηγαινοφέρνει το κύμα, το δέρνουν οι καιροί και μόνον οι νεραϊδοπαρμένοι κι οι αλαφροΐσκιωτοι γροικούνε κάθε νύχτα κατάρες και κλάματα. Είναι οι φωνές των πανουκλιασμένων που καλούν καινούργιους κωπηλάτες να πιάσουν τα κουπιά, καινούργιους καπετάνιους να πιάσουν το τιμόνι, καινούργιον άνεμο να φυσήξει και να τους βγάλει σε στέρια γης· τα κόκαλά τους ζητούνε ανάπαψη. Μα το πλοίο συνεχίζει να ταξιδεύει. Και θα ταξιδεύει εις τους αιώνας των αιώνων· πάντα χωρίς προορισμό, πάντα χωρίς τιμόνι. Και πάντα θα κουβαλά τις φρούδες ελπίδες εκείνων που νόμισαν πως  πορούν ν’ αρματώνουν καράβια και να δραπετεύουν από την ανθρώπινη μοίρα...