ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΕΥΓΕΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΜΑΣ!
Είναι ένα από τα πιο ευγενικά έθιμά μας! Ή μάλλον ήταν, γιατί το ξεχάσαμε κι αυτό, όπως τόσα και τόσα που αποτέλεσαν κάποτε κανόνες ζωής. Αρνοκλήσι το λέγανε. Και ήταν κάτι σαν άγραφος νόμος που μπορεί να μην απέδιδε δικαιοσύνη όπως την εννοούμε σήμερα, αναδείκνυε όμως την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη, συνέβαλλε στην πολυπόθητη κοινωνική αρμονία κι έκανε ομορφότερη τη ζωή των ανθρώπων. Ένας κύκλος ανωμαλίας και κατάφορης αδικίας έκλεινε με το αρνοκλήσι. Κι έκλεινε συνήθως με τσιμπούσια, με κρασί και τραγούδι.
Ήμουν παιδί δώδεκα-δεκατριών χρονών όταν άκουσα τη λέξη για πρώτη φορά. Δυο βοσκοί κάθονταν στο καφενείο, εγώ παραδίπλα. Γέροι κι οι δυο, μιλούσαν για τα παλιά τους και αδυνατούσαν να προσδιορίσουν με ακρίβεια τον χρόνο. «Τότε που κάμαμε το αρνοκλήσι του τάδε», είπε ο ένας και ο άλλος κατάλαβε. Έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι. Τους παρακάλεσα να μου πουν κι εμένα την ιστορία. Εντυπωσιάστηκα τόσο που, δεκαετίες μετά, αποφάσισα να συμπεριλάβω αυτόν τον υπέροχο θεσμό κοινωνικής αλληλεγγύης στο μυθιστόρημα ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΔΡΟΜΟ (εκδ. ΚΑΡΜΑΝΩΡ 2013). Έτσι όπως τον είχα ακούσει.
Αντί για άλλη περιγραφή του εθίμου σκέφτηκα να μεταφέρω εδώ μερικά μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο. Ίσως έτσι γίνει πιο κατανοητό το κοινωνικό περιβάλλον μέσα από το οποίο γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν τέτοια έθιμα. Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην μεταπολεμική Κρήτη (δεκαετία 1950), στο φαιό μετεμφυλιοπολεμικό σκηνικό της διχασμένης Ελλάδας. Ένας από τους δευτερεύοντες ήρωες της ιστορίας, ο Μανιός, πέφτει θύμα ζωοκλοπής...
Μα τούτη η ζωοκλοπή, που τον έκαμε φτωχό, δεν ήταν σαν τις άλλες, ήταν πιο μπαμπέσικη απ’ όλες όσες είχαν ακουστεί μέχρι τότε στα γυροχώρια. Οι ζωοκλέφτες, που ήξεραν, καταπώς φαίνεται, από πρώτο χέρι ότι είχε συλληφθεί όλο το σόι του, πήγαν το ίδιο βράδυ στην έρημη μάντρα. Και τη ρήμαξαν [...]
Αναστατώθηκαν οι Ριζίτες όταν μαθεύτηκε η κλεψά. Δεν τη χωρούσε ο νους τους. Έθιμο το ’χαν απαράβατο να μην πειράζουν τα κοπάδια όσων έλειπαν από το χωριό για οποιονδήποτε λόγο. Κλεψά σε βάρος αρρώστου, διωγμένου, φαντάρου και φυλακισμένου δεν είχε γίνει ποτέ.
Συνάχτηκαν οι κεφαλές του χωριού κι αποφάσισαν να κάμουν αρνοκλήσι...
Την πρώτη Κυριακή του Απρίλη ανέβηκαν όλοι στο μιτάτο του Μανιού [...]
Από κει φαινόταν καθαρά το βοσκοτόπι [...] Τα πίσω πλάγια δεν φαίνονταν καθαρά, ήταν καλυμμένα από αραιούς καπνούς. Χρειάστηκε να προχωρήσουν κι άλλο, να πλησιάσουν περισσότερο για να καταλάβουν· πάνω από είκοσι βοσκοί είχαν φτάσει από τη νύχτα, είχαν ανάψει φωτιές, είχαν βάλει τις πέτρες ολόγυρα στις φλόγες κι είχαν αραδιάσει τις σούβλες με τα αντικριστά. Στοίβες ήταν τα κρέατα που σιγοψήνονταν. Και το πιο παράξενο απ’ όλα: ο Κάτσουνας, ο λυράρης. Εκεί κι αυτός! Κρατούσε μια παλιά βροντόλυρα, ήταν όρθιος κι έπαιζε.
[...]
Μπροστά στο μιτάτο στεκόταν ο παπά Πυρόβολος με το μεγάλο ασημένιο σταυρό κρεμασμένο στο στήθος. Φώναξε κοντά του την οικογένεια του Ντουλούμπα, τον γέρο Φρίξο, τον Μηνά και κάμποσους άλλους γερόντους, και άρχισε να λέει:
- Βασανίστηκα πολύ αν έπρεπε να δώσω την άδειά μου για το σημερινό. Μεγάλη Σαρακοστή είναι, το κατέχετε, μέγα αμάρτημα να τρώει κανείς κρέας την ώρα που περιμένει τα Πάθη του Χριστού και την Ανάσταση. Έξι έχει ο Απρίλης σήμερα, την άλλη Κυριακή είναι των Βαγιών και την παράλλη η Λαμπρή. Πού ξανακούστηκε, μωρέ, να γλεντοκοπάνε και να μπεκροπίνουνε τέτοιες μέρες; Αν έρθει εδώ ο Χριστός και δει τις σούβλες και τα αντικριστά, θα το κάμει όπως έκαμε με τους εμπόρους στο ναό της Ιερουσαλήμ, που τους έβγαλε όξω με κλωτσιές. Αλλιώς, θα ανοίξει και τα δυο φύλλα στις πόρτες της κόλασης και θα μου πει: «Πέρασε τώρα, παπα-Πυρόβολε, πέρασε σούμπιτος και μη ρωτήσεις γιατί». Αλλά εγώ, ο παπάς του χωριού, παίρνω το κρίμα στο λαιμό μου. Αρχές της Σαρακοστής ήρθε ο Φρίξος στην εκκλησία και με ξεμονάχιασε. Το και το μου είπε, πρέπει να γίνει αρνοκλήσι και θέλομε την άδειά σου, παπα-Πυρόβολε. Και γιατί τώρα και όχι το Μάη; τον ρώτησα. Μα γιατί δεν κάνει ν’ ανεπιάσεις κοπάδι το Μάη, δεν προλαβαίνεις κιόλας, μου είπε. Τρεις μέρες έκαμα να του απαντήσω, δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα. Είπα να πάω στο Δεσπότη, ανώτερος είναι, ας δώσει εκείνος την άδεια, που κατέχει και περισσότερα. Αλλά οι δεσποτάδες πιστεύουνε με το μυαλό κι ο παπα-Πυρόβολος πιστεύει με την καρδιά. Μη θαρρείτε πως δεν πάλεψα κι εγώ· αντροκάλεσε ο νους την καρδιά, πάλεψαν οι δυο τους, μάτωσαν. Μα η παντέρμη η καρδιά είναι ακαταμάχητη, κατάφερε πάλι να νικήσει. Ήμαρτον, Θε μου, έδωκα την άδεια, μια μέρα είναι θα περάσει, φάτε κρέας, πιείτε κρασί, χορτάσετε για να έχετε κουράγιο και δύναμη να κρατηθείτε μέχρι τη Λαμπρή. Από αύριο πάλι βρούβες, ψωμί, ελιά· τα νηστίσιμα. Μη με γελάσετε· έχω λόγο να δώσω!
Πήρε ένα φλασκί, το σταύρωσε. Ύστερα, σηκώνοντας τον ασημένιο σταυρό στο στήθος του, άρχισε να ψάλλει:
- Ευλόγησον, Κύριε, την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου…
Κάθισαν όλοι στο παχύ στρώμα του χόρτου, έβαλαν τα ψημένα κρέατα μπροστά τους, μασούσαν και με τις τέσσερις μασέλες. Στο μεταξύ κατέφταναν κι άλλοι κι άλλοι. Στα σκαρβέλια των μουλαριών ήταν δεμένα αρνιά, σε άλλο μουλάρι ένα, σε άλλο δυο, σε άλλο τρία. Πεσκέσι στον Μανιό τα έφερναν.
[...]
Παλιό έθιμο ήταν το αρνοκλήσι. Όταν κακοπάθαινε κάποιος βοσκός δεν τον άφηναν οι άλλοι μοναχό να παλέψει τη συμφορά του. Καλούσαν μάζωξη στη μάντρα του, έσφαζαν αρνιά, έτρωγαν κι έπιναν όλη τη μέρα. Μοναδική υποχρέωση του κάθε καλεσμένου ήταν να φέρει μαζί του ένα ή περισσότερα ζωντανά. Μαζευόταν έτσι η πρώτη καινούργια συρμαγιά, ο κακοπαθημένος βοσκός ήταν έτοιμος πια να αρχίσει από την αρχή και ν’ αναπιάσει το κοπάδι του.
Ζαλισμένος ο Μανιός έβλεπε τα αρνιά και τα ρίφια να πληθαίνουν στη μάντρα του. Όλο το χειμώνα τον είχε περάσει βυθισμένος στην πίκρα. Η μάντρα του Μανιού έγινε χοροστάσι. Φωτιές έβγαζε η βροντόλυρα του Κάτσουνα, σπίθιζαν τα γερακοκούδουνα του δοξαριού του.
Ο γέρο Μηνάς είχε ανεβεί στο μητάτο με τα πόδια. Κουράστηκε, ζορίστηκε, αλλά τα κατάφερε. Κι όχι πως δεν είχε τον τρόπο να έρθει καβαλάρης· όσοι τον έβλεπαν περπατάρη του πρόσφεραν τα ζωντανά τους. Αμετάπειστος εκείνος…
- Σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι. Αφήστε με να τον χορτάσω τον κόσμο.
Δεν τον χόρταινε! Τον αγκάλιαζε με τα μάτια, τον χάιδευε, σταματούσε μπροστά σε κάθε πρίνο, σε κάθε χαράκι, ακουμπούσε τα λουλουδάκια, χάιδευε τις πέτρες. Σε κάθε πηγή, και δεν ήταν λίγες οι μικροπηγές που συναντούσε κανείς στα περάσματα του βουνού, έσκυβε, σταύρωνε με την παλάμη του το νερό, έπινε.
Φτάνοντας στο μιτάτο έτρεξαν να τον ρωτήσουν οι άλλοι οδοιπόροι:
- Τον χόρτασες τον κόσμο, μπαρμπα-Μηνά;
- Δεν χορταίνεται ο κόσμος, κανείς ως τώρα δεν τον χόρτασε. Εξαίρεση θα κάμει ο Θεός σε μένα;
Πέρασαν δεκαετίες πολλές από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη αρνοκλήσι. Μα όποτε τη συλλογούμαι νιώθω ν’ αγαπώ ακόμη πιο πολύ τον τόπο και τους ανθρώπους. Και να θαυμάζω τους ρεσπέρηδες, τους βοσκούς, τους ξωμάχους που είχαν επινοήσει τόσο σπουδαίους θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης.
Νίκος Ψιλάκης Νοέμβριος 2021