Ηώς ροδοδάκτυλος

Όμηρος, αυγή, Ηώς, ροδοδάκτυλη, Ψιλάκης Νίκος

 

Δυστυχώς ετούτη η ώρα δεν κρατά πολύ. Μόνο λίγα λεπτά κάθε πρωί. Κι αμέσως μετά το φως αυγαταίνει, ο ήλιος διαφεντεύει το θόλο του ουρανού, το χρώμα ξεθωριάζει και χάνεται. Μα και τούτα τα λίγα λεπτά της ώρας φτάνουν για να γεμίσουν με θάμπος τα μάτια και τις ψυχές μας με έκσταση. Είναι η ώρα που χαράζει η μέρα.

Αδίκησε τον εαυτό του όποιος δεν στάθηκε μπροστά σε τούτο το θαύμα, όποιος δεν έστρεψε το βλέμμα στην ανατολή την ώρα που γεννιέται το φως. Ίσως να μην καταλάβει ποτέ τι πα να πει ομορφιά.

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

ηως αυγή ξημέρωμα όμηρος ψιλάκης

Βλέπω το φως και μακαρίζω τον Όμηρο. Και μακαρίζω τούτον τον τόπο που γεννά ποιητές. Άραγε, θα μπορέσει να περιγράψει κανείς το θαύμα της ανατολής με πιο περιεκτικό και πιο όμορφο τρόπο; Ιλιάδα, πρώτη ραψωδία, στίχος 475:

«...ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς».

Δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μεταφέρει κανείς το στίχο σε μια σύγχρονη γλώσσα. Και τι να πει, δηλαδή; Ότι «φάνηκε η ροδοδάκτυλη Αυγή, αυτή που γεννιέται το πρωί;» Έτσι πάνω-κάτω λέει ο Όμηρος. Η Ηώς είναι Κόρη του μύθου, διάφανη κι αυτή σαν τις όμορφες μέρες του ελληνικού καλοκαιριού. Γεννιέται το πρωί, τραβά με τα ρόδινα δάκτυλά της το πέπλο της νύχτας κι αφήνει το φως να περάσει.

Ξαναδιαβάζω το ομηρικό απόσπασμα σε μετάφραση Καζαντζάκη - Κακριδή:

Κι η αυγή σαν φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδακτυλάτη...

Όμορφος στίχος και τούτος. Αλλά ο πρώτος, ο ομηρικός, μοιάζει με πετυχημένη φωτογραφία. Τον διαβάζεις και βλέπεις ολοκάθαρο μπροστά στα μάτια σου το θαύμα της αυγής!

 

Μα, πώς γίνεται, αλήθεια;

Η αρχαία παράδοση θέλει τον Όμηρο τυφλό. Θέλει να πει, δηλαδή, πως ο μέγας ποιητής μας δεν είδε ποτέ του τον ήλιο να προβάλει, δεν είδε ποτέ του εκείνη τη ροδοδάκτυλη κόρη ν’ αναδύεται μέσα από τα σκοτάδια της νύχτας και ν’ ανοίγει την Πύλη της Ανατολής. Μα, πώς γίνεται, αλήθεια;

Ἦμος δ’ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, 

δὴ τότε κοιμήσαντο παρὰ πρυμνήσια νηός·

ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς.

(Ωσάν ο ήλιος έγειρε και τα σκοτάδια απλώσαν

μπρος στις πρυμάτσες τ’ άρμενου να κοιμηθούν ξαπλώσαν.

Της ροδοδάκτυλης αυγής οι λάμψεις σαν φανήκαν... - Μετάφρ. Γ. Ψυχουντάκη).

ηώς αυγή λυκαυγές ψιλάκης ανατολή ηλίου κρήτη

... Κι ο χάλκινος ουρανός του Ομήρου

Προσπαθώ να αποτυπώσω στη φωτογραφία το φως της αυγής, κοιτάζω το ρόδινο, το κίτρινο, το μαύρο που γίνεται μπλε και θυμάμαι πάλι τον Όμηρο. Αυτός ο τυφλός ποιητής έγραφε κάποτε στις ραψωδίες του πως ο ήλιος ανηφόριζε σ’ έναν πολύχαλκο ουρανό! Ροδοδάκτυλη η αυγή, χάλκινος ο ουρανός. Χρώματα, κι άλλα χρώματα, λεπτές αποχρώσεις του κόσμου μας. Φέρνεις στη θύμηση το χρώμα του χαλκού πριν οξειδωθεί και σκουριάσει, συγκρίνεις. Ο Ψυχουντάκης μεταφράζει τον στίχο λέγοντας:

Αφήνοντας την όμορφη τη λίμνη ξεπροβάλλει

ήλιος στους ολοχάλκινους τους ουρανούς...

Και οι Καζαντζάκης - Κακριδής:

Την όμορφη τη λίμνη αφήνοντας, στα ολόχαλκα τα ουράνια

πρόβαλε ο γήλιος στους αθάνατους το φως του να χαρίσει

και στους θνητούς στα πολυκάρπιστα της γης χωράφια απάνω...

Χώρεσε το φως σε λίγες λέξεις!

Κανείς άλλος δεν μπόρεσε να χωρέσει το φως σε λίγες λέξεις, να δαμάσει το φως, να ζωγραφίσει με τόσο λίγες λέξεις το θαύμα. Πολύς λόγος έγινε στην αρχαιότητα για την τυφλότητα του Ομήρου. Κάποιοι την αμφισβητούσαν και τότε. Ποιος μπορούσε να πιστέψει πως ήταν τυφλός ο άνθρωπος που έβλεπε τις λεπτές αποχρώσεις του φωτός, που ήξερε να περιγράφει με ακρίβεια θαυμαστή την κάθε ώρα της μέρας; Το ξύπνημα της μέρας κάθε πρωί, το αργό κοίμισμά της κάθε βράδυ; Οι ομηρικές μελέτες συνδέουν σήμερα τα ομηρικά έπη με τη μεγάλη προφορική παράδοση του ελληνικού κόσμου. Με τους ραψωδούς, που ξέρανε ν’ αφηγούνται τους έρωτες των θεών και τις περιπέτειες των ανθρώπων. Τέτοιοι ραψωδοί υπήρχαν σε πολλές περιοχές του κόσμου. Αμφιβάλλω, όμως, αν μπόρεσε κανείς να περιγράψει τόσο όμορφα την πιο πολύχρωμη ώρα της μέρας.

Σύμφωνα με τις σύγχρονες ομηρικές μελέτες, τα δυο μεγάλα μας έπη ενσωματώνουν στίχους και αντιλήψεις, παραδόσεις και μύθους, διασώζουν έναν ολόκληρο κόσμο στους στίχους τους. Με τους θεούς του, με τους ήρωες του, με τη μυθοπλαστική του δεινότητα, με την ικανότητα να κοιτάζει την ανατολή και να βλέπει την πουρνογέννητη κόρη να τραβά με τα ρόδινα δάκτυλά της το πέπλο της νύχτας.

Μακαρίζω τον Όμηρο, μακαρίζω κι εμάς

που γεννηθήκαμε σ’ έναν τέτοιο τόπο!

Κάθε που κοιτάζω το φως της αυγής μακαρίζω τον Όμηρο. Τον ποιητή που κατάφερε να συνομιλήσει με τούτο το θαύμα. Μακαρίζω κι εμάς που γεννηθήκαμε σ’ έναν τέτοιο τόπο. Και μπορούμε να κοιτάζομε την ανατολή και να βλέπομε τα ίδια χρώματα που έβλεπε κάποτε κι ο ποιητής της Οδύσσειας!

Ηώς αυγή Όμηρος μύθος

Η Ηώς των ελληνικών μύθων

Οι Έλληνες τοποθέτησαν την Ηώ στην αυγή του κόσμου! Ανήκει στην πρώτη θεϊκή γενιά κι είναι η αιώνια προπομπός του ήλιου. Έρχεται πάντα πριν απ’ αυτόν και χωρίζει τη νύχτα από τη μέρα.

Οι ποιητές την φαντάζονταν αέρινη, μπορούσε να τρυπώσει παντού, όπως τρυπώνει το φως της αυγής. Είχε φτερά στους ώμους και στεφάνι στην κόμη πλεγμένο με λουλούδια και πουλιά. Κι όταν ερχόταν κάθε πρωί, καβάλα σ’ ένα άρμα χρυσό που το έσερναν άσπρα άλογα, κρατούσε μιαν υδρία στο χέρι και σκορπούσε την πρωινή δροσιά σαν δροσοσταλίδες στη γης.

Υπέροχες ποιητικές περιγραφές για μια θεότητα που σκορπούσε κάθε πρωί την ελπίδα, που ράγιζε το σκότος κι άφηνε το ρόδινο φως να προβάλει. Γιος της είναι ο Εωσφόρος, το πρωινό άστρο. Και σε κάποιους άλλους μύθους εμφανίζονται σαν δικά της παιδιά όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού. Τα είχε αποκτήσει με τον Αστραίο, που κι αυτός αποτελούσε προσωποποίηση του έναστρου ουρανού. Παιδιά της είναι κι οι άνεμοι. Ο Ζέφυρος, ο Βορέας, ο Νότος...

Οι έρωτες της ροδοδάκτυλης θεάς

Γεμάτοι είναι οι ελληνικοί μύθοι με τους έρωτές της! Λέγεται πως κάποτε προσπάθησε να ξελογιάσει τον Άρη, κι η θεϊκή σύζυγός του, η Αφροδίτη, θύμωσε τόσο που της έδωσε την πιο πικρόγλυκη κατάρα του κόσμου: να είναι συνέχεια ερωτευμένη!

Έτσι πορεύτηκε στις σελίδες του μύθου. Αιωνίως ερωτευμένη. Η αστείρευτη μυθοπλαστική φαντασία των Ελλήνων βρήκε τον καλύτερο τρόπο να δείξει πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει τον έρωτα από το πάθος, την ευχή από την κατάρα. Η Ηώς, λοιπόν, καταδικάστηκε να είναι πάντα ερωτευμένη, αλλά ποτέ να μη χορταίνει τον έρωτα, ποτέ να μη νιώθει τη χαρά του. Παραδομένη στο πάθος, λοιπόν, έκλεψε μια μέρα τον Τιθωνό, έναν από τους ωραιότερους νέους του μύθου. Τον οδήγησε μακριά, στα ανάκτορά της, που βρίσκονταν στην άκρα του κόσμου. Εκεί τον φρόντιζε, τον έντυνε κι αυτόν με το φως της αυγής, τον τάιζε θεϊκή τροφή, αμβροσία, για να τον κάμει να ξεφύγει από τη μοίρα των ανθρώπων.

Ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Τιθωνό που πήγε και βρήκε τον Δία στα παλάτια του Ολύμπου. Του ζήτησε να κάμει αθάνατο τον αγαπημένο της κι ο μεγάλος Θεός δεν αρνήθηκε. Μόνο που έγινε πάλι το ίδιο λάθος, αυτό που βασάνισε κι άλλους ήρωες του μύθου, όπως τον Ανθηδόνιο Γλαύκο: Η παραδομένη στο πάθος του έρωτα Ηώς ξέχασε να ζητήσει κι άλλη μια χάρη από τον Δια, ίσως πιο σημαντική κι από την πρώτη: να χαρίσει στον αγαπημένο της αιώνια νιότη.

Ο Τιθωνός, ο ξεραμένος τζίτζικας!

Περνούσαν τα χρόνια, η ροδοδάκυλη Ηώς έλαμπε, όπως λάμπει το φως της αυγής, μα ο ερωμένος της γερνούσε, κάθε μέρα γερνούσε. Ζάρωσε, μίκρανε, ξεράθηκε το δέρμα του, μα είχε πάνω του τη θεϊκή ευχή και δεν μπορούσε να πεθάνει ποτέ. Τίποτα δεν έμενε πια από κείνον τον όμορφο νέο της νιότης· τίποτα εκτός από τη φωνή του· αυτή δεν γερνούσε ποτέ! Απογοητευμένη η Ηώς τον έκλεισε σ’ ένα λίκνο πλεγμένο με κλαδιά λυγαριάς και στο τέλος τον λυπήθηκε τόσο που προτίμησε να τον μεταμορφώσει σε τζιτζίκι για να γλιτώσει από το μαρτύριο. Λέγεται πως είναι τα ξεραμένα τζιτζίκια που βλέπομε κάθε καλοκαίρι γαντζωμένα στα κλαδιά και στους κορμούς των δέντρων.

 

ανατολή ήλιου ψιλάκης ξημέρωμα ηως

Ηώς και Τιθωνός σ’ ένα ποίημα της Σαπφούς

Στις Μούσες με τα ρόδινα ρούχα να δοθείτε, κόρες μου,

στη λύρα, που φτιάχτηκε με το καβούκι της χελώνας, τη γλυκόλαλη, δοθείτε.

Κι όσο για μένα, λυγερό ήταν το κορμί μου κάποτε·

μα πλάκωσαν τα γερατειά κι ασπρίσαν τα κατάμαυρα μαλλιά μου.

Βαριά είναι η καρδιά μου, δεν με σηκώνουν πια τα πόδια μου

κι ας σέρναν κάποτε το χορό σα να ’ταν πόδια ελαφίνας.

Τώρα πια παραδίδομαι στο θρήνο, αλλά γιατί;

Κανείς θνητός δεν κατάφερε ποτέ να νικήσει το γήρας.

Λένε πως κάποτε έκλεψε η ρόδινη Ηώς τον Τιθωνό 

κι ο έρωτάς της τον οδήγησε στα πέρατα του κόσμου.

Όμορφος ήταν, λάμπανε τα νιάτα του. Μέχρι που τον άρπαξε κι αυτόν ο χρόνος

τον σπάραξαν κι αυτόν τα γερατειά κι ας ήταν η συντρόφισσά του αθάνατη.