Των ονείρων καραβοκύρηδες... ΜΙΑ ΔΙΗΓΗΣΗ ΚΙ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΝΤΙΔΩΡΟ

Των ονείρων καραβοκύρηδες...

ΜΙΑ ΔΙΗΓΗΣΗ ΚΙ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΝΤΙΔΩΡΟ

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Βουνίσιος ήταν ο δικός μας Άι Νικόλας, αορείτης καταπώς λένε σε τούτα τα μέρη. Αλάργο από θάλασσες κι ακτές, ήξερε να μιλά στις καρδιές των βοσκών και των ξωμάχων, πότε φίλος και συμβουλάτορας, πότε ορκιστής και ξεκαθαριστής, πάντοτε όμως καλοσυνάτος, με βλέμμα τόσο βαθύ που νόμιζες πως διαπερνούσε τα πράματα κι έβλεπε βαθιά στα σωθικά του ανθρώπου.

Άγνωστος παλιός σγουράφος τον είχε φτιάξει χωρίς καλυμμαύχια και ρούχα δεσποτικά κι αν τον πρόσεχες καλά θα πίστευες πως είχε πάρει από τους βοσκούς αξαμάρι για να σγουραφίσει τον άγιο, διχαλογένη με φρύδια παχιά και βαθιές αυλακιές στο μέτωπο.

Καταδεχτικός άγιος ο Νικόλας μας, δεν άφηνε ποτέ να κλείνουν την πόρτα του κι αν άκουες τη νύχτα ζάλα ν’ αντηχούνε στο πλαϊνό καλντερίμι ήξερες πως κάποιοι πήγαιναν κρυφά και τον όριζαν κριτή, και τον έβαζαν να μεσιτεύει, μόνο έτσι μπορούσαν να μερώσουν οι ταραγμένες καρδιές τους. Κανένας δεν τολμούσε να κρυφακούσει τούτες τις νυχτερινές μυσταγωγίες, οι γείτονες όμως τις μάντευαν γιατί το επόμενο πρωί έβλεπαν τα σημάδια τους στην εικόνα, κάτι μικροπράματα που τ’ άφηναν με φόβο Θεού - α, δεν καταδεχόταν ο Άι Νικόλας μας τ’ ακριβά ρεγάλα, ένα κλαδί βασιλικό μονάχα, ένα κομμάτι αρισμαρί, άντε κι ένα τάμα, πόδια και χέρια και μάτια χαραγμένα στην ασημόπλακα.

Στην αυλή του Άι Νικόλα, του καλού μας γείτονα, συχνάζαμε κι εμείς για παιχνίδι. Όταν δεν τρέχαμε και δεν σκαρφαλώναμε στις κοντινές πλαγιές καθόμασταν στο πεζούλι του κι αρχίζαμε τ' άλλα παιχνίδια, ντάμα και βεζίρη κι ό,τι σκαρφιζόταν ο νους μας. Εκεί, στο πεζούλι, μας βρήκε κάποιο χειμωνιάτικο δείλι μια γριούλα με μεγάλη καμπούρα κι αλαφρύ καλαμένιο μπαστούνι στο χέρι. Μας καλησπέρισε, μπήκε στο εκκλησάκι κι ύστερα από λίγο μας φώναξε μέσα. Ένα τάμα προσπαθούσε να κρεμάσει κι επειδή δεν μπορούσε μοναχή της ζητούσε τη συντρομή μας. Αλλά τι τάμα ήταν εκείνο; Ένα καράβι με ανοιχτά πανιά σκαλισμένο πρόχειρα σε λεπτό ασημένιο φύλλο. Παράξενο μας φάνηκε. Μέχρι τότε βλέπαμε τάματα με ανθρώπινα μέλη, με σπίτια, με ζώα - αιγοπρόβατα και αγελάδες - με πλοία όμως ποτέ. Ποιος, άλλωστε, να τα πρόσφερε στον βουνίσιο Άι Νικόλα μας;

Η γριούλα κατάλαβε την απορία μας. Κι αφού κρεμάσαμε μαζί το τάμα στη μέση της εικόνας, τέντωσε το χέρι και μας έδειξε την αυστηρή μορφή του Άι Νικόλα:

- Καραβοκύρη τον βάζω, μας είπε. Καλύτερός του δεν είναι. 

Κανένας μας δεν μίλησε.

Την άλλη μέρα μάθαμε πως ο γιος της είχε φύγει για τα καράβια...

 

Χρόνια και χρόνια πέρασαν από τότε. Ο γιος της πρόκοψε στις θάλασσες, έγινε καπετάνιος, κουμάνταρε πλοία μεγάλα κι αναμετριόταν με τα θεριεμένα κύματα των ωκεανών.

Το τάμα της γριούλας μάνας δεν το ξανάδα. Δεν ξέρω αν είναι ακόμη κρεμασμένο στην εικόνα του Άι Νικόλα, μα τα λόγια της δεν τα ξεχνώ. Ούτε τον Άι Νικόλα. Σαν φίλο παιδικό τον λογιάζω. Και σήμερα, συγκινημένος από τις όμορφες ευχές σας για την ονομαστική μου γιορτή, εκείνα τα λόγια στέλνω σε όλους γι’ αντίδωρο. Με μιαν ευχή: να γίνει καθένας ο καλύτερος καραβοκύρης στα όνειρά του!    

 

 

Στη φωτογραφία: Σύγχρονη εικόνα του Τάκη Μόσχου ζωγραφισμένη σε ψημένο πηλό.