ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ!

 

Είναι η Κρήτη της καρδιάς μας! Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη, με το χαμόγελο στα χείλη. Έχουν να το λένε όσοι περπάτησαν στα χωριάτικα δρομάκια κι όσοι μπήκαν στους καφενέδες της. Τον συνορίζονταν οι παππουδολαλάδες μας τον ξένο. Τιμή μεγάλη να τον δεχτεί στο κονάκι του ο ξωμάχος, να μοιραστεί μαζί του το δείπνο, να πιει μαζί του κρασί και ρακή. Είχαν να το λένε και οι παλιοί περιηγητές, όπως και οι πρώτοι τουρίστες. «Σε τούτον τον τόπο λατρεύουν ακόμη τον Ξένιο Δία», έλεγε κάποιος παλιός αρχαιολόγος που βρέθηκε κάποτε σε κρητικό πανηγύρι. Είχε καθίσει σε δέκα τραπέζια εκείνη τη μέρα! Και αν δεν νύχτωνε θα τον τραπέζωναν ακόμη.

Η φωτογραφία δεν είναι πρόσφατη. Την έβγαλα πριν από μερικά χρόνια σ’ ένα χωριό της Μεσαράς. Την κοιτάζω πάλι και σκέφτομαι ότι κάποιες φωτογραφίες δεν χρειάζονται λεζάντες. Μιλούν από μόνες τους. Αφηγούνται ιστορίες, ανασκαλεύουνε μνήμες. Ένα ποτήρι ρακή, ένα καλωσόρισμα, μια κουβέντα που ηχεί στ’ αυτιά μας σαν αντίλαλος άλλων εποχών. Τη δημοσίευσα στη στήλη «Φωτογραφήματα» που διατηρώ τώρα και τρεις δεκαετίες στο περιοδικό ΥΠΕΡ, ένα περιοδικό που εκδόθηκε ύστερα από μια... δίλεπτη συζήτηση με τον ευπατρίδη φίλο μου Μηνά Χαλκιαδάκη. Δική του ιδέα ήταν! Ήθελε να προβάλει τον πολιτισμό του τόπου του, είπε, και τα λόγια του με συγκίνησαν. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσομε μιαν άλλη φορά.

Αναδημοσιεύω τη φωτογραφία κι εδώ μαζί με το κείμενο που τη συνοδεύει. Μαζί και με τα λόγια των ποιητών. Έτσι γιατί μονάχα η ποίηση μπορεί να μεταφέρει όσα λέει και όσα εκφράζει ένα χαμόγελο.

 

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ (ΥΠΕΡ - Χ, τεύχος 99, Φθινόπωρο 2021, σελ. 22-23):

Πρόσωπα που γελούν, μάτια που γελούν. Και καρδιές. Μοίρασμα είναι το χαμόγελο. Δεν μοιράζεται μονάχα η ρακή, το γλυκό του κουταλιού, το ποτήρι με το δροσερό νερό που προσφέρεται στον περαστικό και τον ξένο, μοιράζεται και το συναίσθημα, η επικοινωνία, η συντροφιά!

Θεέ μου, τι γλώσσα είναι τούτη που μας έδωσες! Είναι φορές που δεν χρειάζονται λέξεις για να πούμε όσα πηγάζουν από τον μέσα μας κόσμο. Χαμογελούμε στον άλλο κι εκείνος ανταποδίδει. Μνήμη γονιδιακή, νόμος άγραφος κι απαράβατος.

Μάτια που Γελούν. Κόσμοι αρχέγονοι κι αγέραστοι. Κι ένας Θεός πάνω από την οικουμένη, πάνω από τα μικρά και τ’ ανθρώπινα. Κάποτε - κάποτε και δίπλα μας, συνταξιδιώτης και συνοδοιπόρος. Ένας Θεός που δεν ξέρει να προστάζει. Αδιάφορο αν τον λένε Ξένιο Δία ή Παλαιό των Ημερών - στην πίστη τη Χριστιανική ο Ένας δεν έχει όνομα, γιατί απλά είναι ο Ένας! Όμως, τον Θεό που συνάντησα εκείνο το φθινοπωριάτικο απομεσήμερο τον είπα απλά Θεό της Ελλάδας, Θεό της Κρήτης, Θεό των κοντινών και των μακρινών μας παππούδων. Δεν προστάζει, δεν ξέρει να προστάζει. Χαμογελά, εμπνέει, κάνει μετερίζι του το συργούλιο, κάνει τη φιλοξενία χρέος δικό μας. Είναι σαν να κρατά κι εκείνος ένα ποτήρι στο χέρι. «Σίμωσε, ξένε», σου λέει. Μα τι γράφω τώρα κι εγώ; Όχι ένα ποτήρι, ποτέ μόνο ένα. Δυο. Και τρία, και τέσσερα. Όση είναι η συντροφιά που περνά έξω από την ανοικτή πόρτα του χωριάτικου σπιτιού. Μαζί με το δικό του, βεβαίως.

 

Μάτια που γελούν. Και καρδιές. Ένα ποτήρι ρακή, ένα πιάτο καρυδαμύγδαλα, ένας άνδρας και μια γυναίκα, ένα σπιτικό ανοιχτό. Κι ένα κούνημα του χεριού: «Κοπιάστε». Είχα καιρό να την ακούσω τη λέξη με την ιδιότυπη κρητική προφορά, κάτι σαν «κοπχιάστε», ας πούμε, με ένα χι να μπαίνει θαρρετά ανάμεσα στο πι και το γιώτα και ν’ αλλάζει το νόημα. Δεν έχει σχέση με τον κόπο, με τον μόχτο, με τον κάματο το δικό μας «κοπχιάστε». Με το φίλεμα μόνο. Είναι η πιο απλή μα και η πιο ευγενική και πιο αυθόρμητη πρόσκληση. 

Πόσο δίκιο είχε ο ποιητής της Ρωμιοσύνης όταν έραινε το χαμόγελο με σταγόνες αθανασίας:

Αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν (Γιάννης Ρίτσος).

Πόσο δίκιο είχε κι εκείνος ο ευφυής Συνέλληνας Κύπριος που λιτάνευε πέντε-δέκα λέξεις όλες κι όλες στο λευκό χαρτί και τις έκανε ποίημα: 

Αφήνετε πάντα ένα χαμόγελο εκτός των τειχών σας

αφήνετε πάντα ένα χαμόγελο για τους περαστικούς (Κώστας Μόντης).

«Κοπιάστε»

Πόσο δίκιο είχε κι ο πρόσφατα χαμένος σπουδαίος ποιητής που γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, όταν δήλωνε «μαγεμένος με τα μάτια που γελούν». Το χαμόγελο της νίκης, το χαμόγελο της ήττας, το αιώνιο χαμόγελο του ανθρώπου. «Να επουλώνεις τα τραύματα του θυμού» έγραψε. Να επουλώνεις όλα τα τραύματα θα τολμήσω να πω ταπεινά, εσαεί θαυμαστής του ποιητικού λόγου, εσαεί θαυμαστής του αγαπημένου Χριστόφορου. Όλα τα τραύματα, παλιά και μελλούμενα. Είναι γιατρικό το χαμόγελο.

Ακούω πάλι την αρχαία φωνή με τον σχεδόν τραχύ ήχο της δικής μου ντοπιολαλιάς. «Κοπχιάστε». Τούτη τη λέξη κρατώ, τη ρακή μπορεί να την ξεχάσω. Τούτο το χαμόγελο κρατώ, την ιστορία μπορεί να την ξεχάσω.

Μοίρασμα είναι και το χαμόγελο!

 

Τα χαμόγελα των άλλων

Μεγάλη χαρά να χαμογελούνε τα χείλη, πιο μεγάλη να χαμογελούνε τα μάτια. Κι εσύ ν’ αναρωτιέσαι τι είναι τελικά το χαμόγελο και γιατί το χάρισε ο πλάστης του κόσμου σ’ ένα μονάχα απ’ όλα τα πλάσματά του. Άηχο σινιάλο; Διάλογος δίχως λέξεις; Ή μήπως γλώσσα πανάρχαια, γλώσσα όχι μόνο του κορμιού μα και της ψυχής;   

Μεγάλη χαρά να βλέπεις το χαμόγελο των άλλων, πιο μεγάλη να ξέρεις πως αυτό το χαμόγελο το προκάλεσες εσύ. 

Νίκος Ψιλάκης, Σεπτέμβριος 2021.