ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

 

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ Εμπνευσμένο από μια πραγματική ιστορία

 

Μια στιγμή μόνο σκέφτηκα πως μπορούσε να μην την ξαναδώ. Κι ύστερα βούλιαξα στα μάτια της, έπεφτε μέσα τους ο ήλιος, νόμιζα πως ολόκληρη κολυμπούσε στο φως, «θα ξαναγυρίσω», σκέφτηκα, «δεν γίνεται να μην ξαναντικρίσω τούτα τα μάτια». Κοίταξα στον αυλόγυρο, αυτός ήταν το ρολόι μου, μετρούσα με το βλέμμα μου τη σκιά του κι ήξερα την ώρα. Δεν είχε ακόμη μεσημεριάσει.

Χίλια πράματα είχα να της πω, μα τα λόγια δεν έβγαιναν. Έκανα πως βιαζόμουν, τάχατες είχα κάποια δουλειά να τελέψω, κάποιον να δω, κάποια παραγγελιά να δώσω στους φίλους μου. Έτρεξα στον δρόμο, μα κοντοστάθηκα στην αυλόπορτα.

- Φοβάσαι; τη ρώτησα.

- Φοβάμαι...

Οι δρόμοι γεμάτοι, άλλος ανηφόριζε κι άλλος κατηφόριζε, οι καμπάνες δεν σταματούσαν. Δεν ξέρω κι εγώ για πόσην ώρα στεκόμουν στο κατώφλι. Δεν είχα να πάω πουθενά, μα δεν ήθελα και να την αφήσω να με κοιτάξει στα μάτια, δεν ήξερα τι θα μπορούσε να δει, μυστήριο πράμα οι γυναίκες, αυτές γεννούνε, αυτές φέρνουν τη ζωή, αυτές την ξέρουν καλύτερα, οσμίζονται, παιδί μου, οσμίζονται· ακόμη και τα μελλούμενα μπορούν να τα διαβάσουν στα μάτια σου.

Ζευγολάτης ήμουν εκείνα τα χρόνια. Και νιόπαντρος. Με πεντέξι χωραφάκια, όλα κακοτοπιές και πεζούλες. Μην κοιτάς που τώρα παλεύω με τα ξύλα, η ανάγκη με έκαμε μαραγκό, μετά τον πόλεμο την έμαθα την τέχνη· πεινούσα, μπήκα βοηθός σε μαραγκούδικο κοντά στο Μεσολόγγι, εκεί βρέθηκα για λίγο καιρό μετά την κατάρρευση του μετώπου, δεν είχα τρόπο να γυρίσω στο νησί.

Εκείνη τη μέρα, που λες, Οκτώβρης μήνας, είχα ξυπνήσει από τα χαράματα. Πρώτη φορά στο χωράφι, πρώτη χρονιά ζευγολάτης για το δικό μου σπιτικό, έπρεπε να σπείρω στάρι και κριθάρι, να στέσω νοικοκυριό, να γεμίσω τα πιθάρια καρπό. Δεν είχα κάμει μισή αυλακιά κι ακούω τις καμπάνες να παίζουν. Λέω, καμιά γιορτή θα 'ναι σήμερα και δεν το ξέρω. Μα οι καμπάνες δεν σταματούσαν. Αφήνω τα ζα να περιμένουν και το αλέτρι καρφωμένο στη γης, βγαίνω σ' ένα ψήλωμα, κοιτάζω. Τίποτα... Μόνο καμπάνες ακούγονταν. Κι άλλες καμπάνες. Σ' όλα τα κοντινά χωριά το ίδιο. Τις άκουγα σα θανατερή μελωδία, χτυπούσαν μανιασμένα, τ' αυτιά μου ντιντίνιζαν. «Τούτο το πράμα δεν είναι καλό, συμφορά μου μυρίζει», συλλογίστηκα, ξέζεψα τα βόδια, πήρα τον δρόμο για το χωριό.

Μη με παρεξηγάς, παιδί μου, που αναστενάζω σαν τα συλλογούμαι. Χειρότερη ώρα από κείνη που πέρασα στο κατώφλι δεν έχω ζήσει. Στεκόμουν ακίνητος, ούτε μπρος ούτε πίσω. Ακίνητη κι αυτή δίπλα στην πόρτα του σπιτιού με τον ώμο της ακουμπισμένο στον τοίχο. Από την άλλη μεριά του δρόμου ακούστηκαν κλάματα. Κι ύστερα γέλια. Πέρασε μια μάνα μ' ένα βυζανάρι στην αγκαλιά της, πέρασε κι ένας γέρος από μπροστά μου, κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει. Βιάζονταν. Και τότες, που λες, παίρνω την απόφαση. Μ' έναν πήδο βρίσκομαι δίπλα της.

- Φεύγω, της λέω.

Δεν μίλησε. Τα μάτια της έλαμπαν ακόμη, ο ήλιος τα φώτιζε και τα έκανε πιο φωτεινά, τα κοίταζα και νόμιζα πως καθρέφτιζαν όλο το φως του κόσμου κι όλο το σκοτάδι μαζί. Σάλευε λίγο το κατωχείλι της, δεν ήξερα αν ήθελε να μιλήσει ή αν ήθελε να κλάψει.

Είχε μεσημεριάσει πια όταν ανέβηκα στην καρότσα του φορτηγού. Σαν τις σαρδέλες στο κουτί ήμασταν εκεί πάνω. Απ' όλα τα γυροχώρια είχαν έρθει νέοι στην ηλικία μου, άλλος κρατούσε βούργια με τυρί και παξιμάδι, άλλος φυλαχτά, άλλος τίποτα. Όπως κι εγώ. Τίποτα δεν κρατούσα. Μόνο μια δική της φωτογραφία.

Οι καμπάνες είχαν πια σταματήσει, κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος ολόγυρα. Ένας μεσόκοπος αρχίζει το τραγούδι. Φωνή γενναία, τρανταχτή. Μπαίνει ο παπάς στη μέση, τραγούδι κι αυτός. Τι ήταν τούτο, μωρέ; Για πόλεμο πηγαίναμε ή για χορό; Κοίταζα από πάνω κι έβλεπα μόνο στόματα ν' ανοιγοκλείνουν, άλλος τραγουδούσε κι άλλος φώναζε δυνατά, πανζουρλισμός χωρίς τέλος. Αρχίσαμε κι εμείς. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε, χόρευε μαζί μας και το φορτηγό, τρίζανε οι σουμιέδες του, λες και κάναμε τραμπάλα. Μήτε μεθυσμένοι να ήμασταν.

Πάνω στην ξεφάντωση κάνω ένα σάλτο, καταβαίνω, την κοιτάζω πάλι στα μάτια.

- Μη φοβάσαι, θα ξαναγυρίσω.

- Το ξέρω.

- Έχω μια παραγγελιά να σου πω. Το πρωί που άκουσα τις καμπάνες έφυγα βιαστικός από το χωράφι, μάζεψα τα ζα και τα πράματα, μα ξέχασα το αλέτρι καρφωμένο στο χώμα. Αν μπορείς, μάζεψέ το. Θα το χρειαστούμε, να ξέρεις... Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σπείρω μήτε μια χούφτα στάρι, μα χαίρομαι που θα σε κάμω περήφανη για τον άντρα σου...

- Τι είπες; Δεν πρόλαβες να σπείρεις;

- Όχι, δεν πρόλαβα!

Μ' έχωσε στην αγκαλιά της. Ήταν σαν να μην πίστευε τα λόγια μου, χαμογελούσε παράξενα.

Έτσι μ' αποχαιρέτησε.

Πέρασε ο καιρός, άλλαξε ο χρόνος. Γράμματα στη χάση και στη φέξη. Μερικές φορές μου έφερναν δέκα μαζωμένα. Τα λόγια της μετρημένα. Ήταν σαν κάτι να μου έκρυβε. Κακόβαλα. Φλεβάρη μήνα πια μου έσκασε το μυστικό. Και μόνο τότε κατάλαβα τι ήθελε να μου πει εκείνο το μεσημέρι, 28 του Οκτώβρη, την ώρα που ξεκινούσαμε για τον πόλεμο. Το γράμμα της ήταν κλεισμένο σε διπλό φάκελο.

«Δεν γίνεται να σου το κρύβω ακόμη. Το πρωτοκαλόκαιρο θα γεννήσω, Ιούνη μήνα περιμένω...».

Και ξέρεις γιατί δεν μου το είχε πει από την αρχή; Για να μην έχω διπλή έγνοια στην κεφαλή μου.