ΟΙ ΒΡΑΚΟΦΟΡΟΙ ΚΙ ΟΙ ΨΑΛΙΔΟΚΩΛΟΙ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΚΙ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΣΩΠΑΙΝΟΥΝ"

Τελάλης ήταν ο γέρο Βλοητός. Το ζωντανό μεγάφωνο του χωριού. Γύριζε τους δρόμους και διαλαλούσε. Ανακοινώσεις, απώλειες αντικειμένων, επισκέψεις Νομαρχών και βουλευτάδων. Φορούσε πάντα κρητικά ρούχα και κρατούσε μια λεπτή κατσούνα από ξύλο αγριελιάς, την ίδια πάντα, χρόνια και χρόνια την ίδια. Στα χρόνια της Κατοχής ήταν γέρος πολύ. Μα και τότε δεν σταμάτησε να γυρίζει τα σπίτια και να μεταφέρει μηνύματα· «μπλόκο ετοιμάζουν απόψε οι Γερμανοί».

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν»:

«...Σαν έτοιμος από καιρό σταμάτησε αντίκρυ στον φακό· «να που ήρθε η ώρα

μου να βγάλω κι εγώ φωτογραφία». Γέλασαν οι γυναίκες, μια κοπελοπούλα σηκώθηκε, πήγε κοντά του.

- Τι τη θες, μπάρμπα, τη φωτογραφία, εσύ γέρος άνθρωπος;

- Εσύ θαρρείς πως οι φωτογραφίες είναι για να τις στέλνουν οι κοπελιές στην Αμερική και να γυρεύουν γαμπρούς; Για το πασαπόρτι μου τη χρειάζομαι. Οι γέροι τις χρειάζονται τις

φωτογραφίες. Να τους θυμούνται σαν αποθάνουν. Στράφηκε πάλι σ’ εμένα.

- Ολόκληρο να με βγάλεις, όχι μόνο μια κεφαλή σαν του Άη Γιάννη κομμένη. Να φαίνονται και τα ρούχα μου, να τα θωρούν να λένε πως ο γερο-Βλοητός δεν καταδέχτηκε να γενεί ψαλιδόκωλος.

Με λίγες λέξεις και πάλι ο γέρος είχε πει όλες τις αλήθειες μαζί. Η φωτογραφία δεν ήταν έργο τέχνης για κείνον, μνήμη ήταν. Μνήμη και ταυτότητα μαζί. Είχε κιόλας επιλέξει τη στάση, λες κι είχε σκηνοθετήσει τη δική του παράσταση. Με ντόπια φορεσιά. Ήταν τότε που όλο και περισσότεροι ντύνονταν με τα ρούχα του συρμού, φράγκικα τα λέγαν εδώ και ψαλιδόκωλους όσους φορούσαν παντελόνια· λιγόστευαν οι τερζήδες και πλήθαιναν οι φραγκοράφτες.

Ο γερο-Βλοητός δεν πρόλαβε να δει τη φωτογραφία του· όταν τυπώθηκε εκείνος είχε πάρει τον δρόμο για το μεγάλο ταξίδι. Μα δεν πήγε χαμένη, ένα αντίτυπό της στολίζει ακόμη και σήμερα την πέτρα κάτω από τον ξύλινο σταυρό του· ο Βλοητός θα ντελαλίζει για πολλούς χρόνους ακόμη ότι δεν είχε καταδεχτεί να φορέσει φράγκικα ρούχα...»