Μορφή αθανασίας είναι η τέχνη

Μορφή αθανασίας είναι η τέχνη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΕΤΕΙΝΑΚΗ 

(Ομιλία που έγινε στα εγκαίνια της έκθεσής του, Ηράκλειο 18 Φεβρουαρίου 2016) 

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Κοντεύουν πέντε μήνες από τότε που οι Ρώσοι υποδέχονταν με θέρμη στην Αγία Πετρούπολη τα έργα ενός Έλληνα καλλιτέχνη. Πενήντα τόσα έργα, εικόνες και ψηφιδωτά, μορφές πλασμένες με τη δημιουργική πνοή που ξεπηδά από τα σπλάχνα του Βυζαντίου. Μεγάλη είδηση, αλήθεια. Η τέχνη γινόταν πάλι ο καλός πρεσβευτής μιας χώρας και μιας κοινωνίας που σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς έχει ανάγκη την ελπίδα. Και την εξωστρέφεια...

Κοντεύουν πέντε μήνες από τότε που ο ίδιος καλλιτέχνης βρέθηκε να ταξιδεύει σε κόσμους μακρινούς, εκεί που δεν έχει μήτε πίκρες, μήτε πόνο. Είχαν περάσει μόλις λίγες ώρες από τα λαμπρά εγκαίνια της Αγίας Πετρούπολης. Αιτία, μια ξαφνική επιδείνωση των προβλημάτων που τον ταλάνιζαν για πολλά χρόνια, για δεκαετίες ολόκληρες.

Μπετεινάκης αγιογράφος Κρητικη ζωγραφική

Ήταν ο Μανώλης Μπετεινάκης... Ο σπουδαίος ζωγράφος, ο μύστης αγιογράφος, ο ακάματος αναζητητής του φωτός.

Σήμερα που η ίδια έκθεση, η έκθεση της Ρωσίας, εγκαινιάζεται και στην Κρήτη, τη γενέτειρα του σπουδαίου καλλιτέχνη, αναρωτιόμαστε πόσες φαινομενικές αντιφάσεις κρύβει τούτος ο πρόσκαιρος βίος. Κι ύστερα πάλι γυρεύομε απαντήσεις στα άδηλα. Ο Μανώλης είχε προλάβει να γευτεί μια μεγάλη χαρά. Ίσως, λοιπόν, να τον ήθελαν χαρούμενο εκεί πάνω. Ίσως οι άγιες μορφές, που με τόση ευγένεια τις απεικόνισε, να τον κάλεσαν στην πιο καλή του ώρα...

Μπετεινάκης αγιογράφος ιωάννης θεολόγος

Τον είχα γνωρίσει πριν από 20 χρόνια. Ένα πρόσωπο εμβληματικό για τη βυζαντινή  αρχαιολογία, η αξέχαστη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Στέλλα Παπαδάκη Όκλαντ, με είχε προσκαλέσει να δω τα έργα του. Θυμάμαι ακόμη τα τελευταία της λόγια. «Αν δει κανείς τα έργα του Μπετεινάκη σαν εργασία ενός ανθρώπου που κατάφερε να νικήσει τη σωματική αδυναμία του, θα τα αδικήσει». Δίκιο είχε. Η ποιότητα του έργου του υπερέβαινε τη συμπάθεια που αισθάνεται κανείς για έναν άνθρωπο ο οποίος εργάζεται ακόμη κι όταν οι σωματικές του δυνάμεις τον εγκαταλείπουν.

Ο Μανώλης ήταν και τότε καθηλωμένος σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι, μα δε σταματούσε μήτε λεπτό. Τ' ακροδάκτυλα των χεριών του, αυτά που δεν είχε καταφέρει να τα νικήσει η αρρώστια, έπλαθαν μορφές υπερκόσμιες, άπλωναν χρώμα και φως στις εικόνες. Κι ήταν σα να διακήρυσσε διαρκώς με τη στάση του πως η πιο μεγάλη δύναμη του ανθρώπου, η δύναμη που δε νικιέται ποτέ, κρύβεται στην καρδιά, στο μυαλό, στην ψυχή, όχι στο κορμί του. Είχαμε κάμει τότε ένα δίωρο τηλεοπτικό αφιέρωμα στον Μανώλη. Οι ώρες των γυρισμάτων και οι ώρες της προετοιμασίας αποκάλυπταν στα μάτια μας ένα φαινόμενο μοναδικό, έναν άνθρωπο που δεν επέμενε απλώς να ζωγραφίζει αξιοποιώντας το φυσικό τάλαντο και το χάρισμα με τον οποίο τον είχε προικίσει ο Μέγας Δημιουργός, αλλά μοχτούσε να προσεγγίσει το ιδεατό, την αρμονία, να μιλήσει με την εικόνα, να εμφυσήσει πνοή στον υλικό κόσμο, ν' αναστήσει το εσώτατο κάλλος, αυτό στο οποίο στοχεύει πάντα η βυζαντινή τέχνη. Το κάλλος της ψυχής.

Βρεθήκαμε για πολλές ώρες στο εργαστήρι του, είδαμε τη λάμψη στα μάτια του, ταξιδέψαμε σε κόσμους ονειρικούς, είδαμε το πινέλο να γίνεται προέκταση του χεριού του. Κι ύστερα ταξιδέψαμε στον ιερό χώρο της Ανατολικής Κρήτης, στην Παναγιά την Ακρωτηριανή, εκεί που ο Μανώλης είχε καταφέρει το ακατόρθωτο: να τοιχογραφήσει την τράπεζα της μονής με την τεχνική της νωπογραφίας. Ήταν τότε που συνεργαζόταν μ' έναν οραματιστή ιερωμένο, τον πατέρα Φιλόθεο, τον Ηγούμενο της Ακρωτηριανής.

Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο δύσκολη ζωγραφική από τη νωπογραφία· ο καλλιτέχνης απλώνει το χρώμα όταν το επίχρισμα (ο σοβάς) είναι ακόμη νωπό. Ένα μικρό λάθος, μια αβλεψία, ένας κακός υπολογισμός του χρόνου αρκούν για να πάνε όλα χαμένα. Ποιος θα μπορούσε, λοιπόν, να φανταστεί πως ένας άνθρωπος με σοβαρότατα κινητικά προβλήματα, καθηλωμένος στο καροτσάκι του, θα προχωρούσε σ' ένα τόσο εκτεταμένο πρόγραμμα τοιχογράφησης; Ο Μανώλης το επιχείρησε. Με τη συνδρομή του ηγουμένου. Σοβάντιζε ο ένας, πάλευε με τα πινέλα ο άλλος, ξενυχτούσαν κι οι δυο, ο Μανώλης πάνω σε μια σκαλωσιά, όπου ανέβαινε με διάφορους μηχανισμούς που ο ίδιος είχε επινοήσει. Κι όταν, μια βραδιά, αποκοιμήθηκαν όλοι, αποκαμωμένοι από την κούραση -ήταν κι η Ελένη μαζί τους, η συντρόφισσα του Μανώλη- έμεινε το αναπηρικό καροτσάκι μετέωρο πάνω στη σκαλωσιά, περασμένα μεσάνυχτα, χειμώνας καιρός. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες. Άλλωστε, η τέχνη δίνει πάντα κουράγιο στον δημιουργό. Ίσως επειδή τέχνη μπορεί να είναι το άγγιγμα του Θεού, ίσως επειδή τέχνη μπορεί να είναι μια σπονδή στην ομορφιά του κόσμου και στην ομορφιά της ψυχής, ίσως, ίσως, χίλια ίσως μπορεί να βρει κανείς κι απάντηση να μην πάρει. Ανέφερα το παράδειγμα για να τονίσω πως είναι θεριό η ψυχή του ανθρώπου. Ακόμη κι όταν αδυνατεί το σώμα, εκείνη μετουσιώνεται. Γίνεται χέρια, πόδια, βραχίονες... Στηρίζει τα πάσχοντα μέλη.

Η νωπογραφία είναι η τέχνη της ταχύτητας. Δε σηκώνει αργοπορίες, σκέψεις, παλινωδίες. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ταχύτατος, να ξέρει τι κάνει, να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Πόσο αντιφατικά, λοιπόν, φαίνονται εκ πρώτης όψεως τα δυο αταίριαστα πράγματα, η ταχύτητα της νωπογραφίας και το αναπηρικό καρότσι... Αλλά είπαμε, θεριό είναι ο άνθρωπος. Νικά τον πόνο, νικά το πάθος, νικά το πρόβλημα.

Ο Μανώλης μπήκε από νωρίς σε εργαστήρι αγιογραφίας, ήξερε πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος γι' αυτόν. Πάλεψε, τίποτα δεν κατακτιέται χωρίς πάλη, δούλεψε, ασκήθηκε στο χρώμα και στο φως. Κι όταν ήταν να επιχειρήσει τη σχεδόν ξεχασμένη τέχνη της νωπογραφίας, άρχισε τα πειράματα. Σοβάντιζε ξύλα, έφτιαχνε χαρμάνια, τόσος ασβέστης, τόση άμμος, τόσο νερό. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Υπολογισμοί χωρίς τέλος. Κάπως έτσι επέλεξε τα υλικά του, έφτιαξε τις αναλογίες, ζωγράφισε άπειρες εικόνες, δοκίμασε, πειραματίστηκε. Όσοι δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν ίσως να παραξενεύονται με τούτα τα λόγια. Όμως, αυτός ήταν ο Μανώλης. Ένας πολυμήχανος άνθρωπος που πίστεψε στον εαυτό του, που πίστεψε στη δύναμη της θέλησης και στη δύναμη του νου. Συνεχώς πειραματιζόταν με μηχανισμούς, με φωτισμούς, συνεχώς ανακάλυπτε τρόπους να ξεπερνά τις σωματικές υστερήσεις. Το τελευταίο διάστημα ήταν αρκετά οδυνηρό. Ζούσε με μάσκα οξυγόνου και μπορούσε να κουνήσει μόνο τα δάκτυλα του χεριού. Μ' αυτά τα δάκτυλα υπηρέτησε την τέχνη. Μ' αυτά τα δάκτυλα, μα και με τη φλόγα που ξεπηδούσε από τα σωθικά του κι έδινε κουράγιο σ' όσους βρίσκονταν δίπλα του.

Οι φίλοι του ξέρανε καλά πως η πρόταση που είχε έρθει από τη Ρωσία, να οργανωθεί μια έκθεση με έργα του, του είχε δώσει φτερά. Μόνος του σχεδίαζε, μόνος του μοχτούσε, σκεφτόταν, οργάνωνε. Ή, μάλλον, όχι μόνος. Ευλογία Θεού ήταν η Ελένη, ο άνθρωπος που στάθηκε δίπλα, συμπαραστάτισσα και συντρόφισσα. Ως σύζυγος και σαν μάνα.

Θυμάμαι πάλι τα λόγια της αξέχαστης βυζαντινολόγου, της Στέλλας Παπαδάκη - Όκλαντ. «Αν δει κανείς τα έργα του Μπετεινάκη σαν εργασία ενός ανθρώπου που κατάφερε να νικήσει τη σωματική αδυναμία του, θα τα αδικήσει». Κι εγώ δε θέλω να αδικήσω τον αλησμόνητο φίλο. Θέλω, λοιπόν, να σταθώ στον τρόπο του. Στην ακλόνητη πεποίθηση ότι η βυζαντινή αγιογραφία μπορεί ν' αποδώσει άδηλες πτυχές της ψυχής, μπορεί να γίνει βήμα διαλόγου ανάμεσα στο ανθρώπινο και το θείο. Οι Άγιοι του Μανώλη είναι πλασμένοι μ' ένα αδιόρατο φως, οι διαβαθμίσεις των χρωμάτων, οι φωτισμοί, οι πτυχώσεις των ενδυμάτων δηλώνουν όχι μόνον αισθητικές επιλογές αλλά και πνευματικές αφορμήσεις. Ζωγράφιζε, σταματούσε, κοίταζε με επιμονή ακόμη και την πιο μικρή πινελιά, δε συγχωρούσε στον εαυτό του καμιάν αστοχία, καμιάν έκπτωση.

Λέγεται πως είναι τέχνη ιερή η βυζαντινή αγιογραφία. Και είναι. Αρκεί να κοιτάξει κανείς δυο Παναγιές, να τις βάλει πλάι-πλάι, τη μια δυτικής τέχνης, την άλλη ορθόδοξη, βυζαντινή. Η μια μπορεί να έχει ως πρότυπο κάποιο μοντέλο εξαιρετικής ομορφιάς, να αποκρυσταλλώνει το κάλλος της μορφής και το αισθητικό αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικό. Η άλλη, η ορθόδοξη, δεν έχει ανθρώπινα πρότυπα, προσπαθεί να απεικονίσει το θείο. Στηρίζεται σε μια μακραίωνη παράδοση που γνώρισε απανωτές ανανεώσεις χωρίς να χάσει τα μορφικά της χαρακτηριστικά, τις καλλιτεχνικές και τις ηθικές αξίες που τη συνοδεύουν.

Δεν είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες η αγιογραφία. Ο καλλιτέχνης δεν παλεύει μόνο με το σχέδιο και το χρώμα. Προσπαθεί να μεταφέρει το ουράνιο και να μπολιάσει το γήινο, ν' αφηγηθεί όχι μόνο τις ιερές ιστορίες μα και ν' αποτυπώσει το κάλλος το εσώτατο, αυτό που το βλέπει κανείς μόνον αν καταφέρει να εισδύσει ταπεινός νηστευτής στα άδυτα. Εκεί που ιερουργούσε τόσα χρόνια ο μύστης της τέχνης της ιερής, μύστης και λειτουργός, θεράπων αληθινός του χρωστήρα, ο Μανώλης Μπετεινάκης.

Δεν είναι ώρα να αναφερθούμε στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικράτησαν στη Κρήτη, και δη στη μεταπολεμική, άξιο τέκνο της οποίας υπήρξε ο Μανώλης. Αυτήν την κρίσιμη εποχή άρχισε ν' αναδύεται μια καινούργια γενιά Κρητών αγιογράφων, παιδιά που βρέθηκαν σε εργαστήρια, ξεκίνησαν με τις θεωρούμενες δευτερεύουσες εργασίες, την προετοιμασία της εικόνας, προχώρησαν βήμα με βήμα κι έφτασαν σε πολύ υψηλά επίπεδα τεχνικής. Οι τότε μαθητές των κρητικών αγιογραφικών εργαστηρίων κατάφεραν να συμβάλουν ουσιαστικά στην επικράτηση της νεοβυζαντινής αγιογραφίας ώστε να εκτοπιστεί σχεδόν κάθε άλλη τάση από το νησί. Ο Μανώλης είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς αγιογράφων που άνοιγε ταπεινά και σεμνά τα φτερά της κατά την πιο ζωογόνο δεκαετία του μεταπολεμικού μας βίου: τη δεκαετία του 1960.

 

Κουβεντιάσαμε πολλές φορές για τον ρόλο του ζωγράφου. Κι αν μένει κάτι περισσότερο από τα άλλα στη θύμηση, είναι η ροπή του προς την ελευθερία. Δεν αισθανόταν δεσμευμένος σε τάσεις, σε ρεύματα, σε νοοτροπίες. Ήταν ανοικτός σε ιδέες και νέους πειραματισμούς, ήταν ο άνθρωπος που προσπαθούσε να μπολιάσει ακόμη και την κοσμική ζωγραφική με πνοή θεϊκή.  Κι αν σταθούμε στην κοσμική του ζωγραφική, θα ανιχνεύσομε πάλι τη φλόγα της δημιουργίας, τον σεβασμό στη μορφή, στο πρόσωπο το ανθρώπινο, τη μυστική συνομιλία του φυσικού κόσμου με τον άνθρωπο. Ίσως με τον άνθρωπο που ανακάλυψε την τέχνη για να ξαναπλάσει τον κόσμο.

Τελευταία μεγάλη αγάπη του μια άλλη δύσκολη τέχνη: το ψηφιδωτό. Μια τέχνη με επίσης βαθιές ρίζες στον ελληνικό και τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω, είχα την τύχη να φωτογραφίσω τα ψηφιδωτά του για την έκθεση της Ρωσίας. Και θαύμασα πάλι τον Ρωμιό, και θαύμασα πάλι τον καλλιτέχνη, και θαύμασα πάλι τη δύναμη της ψυχής που κατανικά σωματικές καχεξίες. Οι εικόνες ήταν ασήκωτες. Είδαμε και πάθαμε με την Ελένη να τις μετακινήσομε σε θέση τέτοια που να τις βλέπει καθαρά ο φωτογραφικός φακός.  Ο Μανώλης, όμως, είχε δοθεί στην τέχνη, ταξίδευε διαρκώς, ένα κοφτερό μυαλό ανακάλυπτε διαρκώς καινούργιους κόσμους, ανακάλυπτε τεχνικές, πειραματιζόταν, αναζητούσε την τεχνική και την αισθητική τελειότητα.

Του έδωσα τις φωτογραφίες των έργων κι είδα πάλι τη λάμψη στα μάτια του. Ήταν ένας μήνας περίπου πριν την έκθεση της Ρωσίας. Μέσα προς τέλη του Σεπτέμβρη. Καμιά σκιά, κανένα σύννεφο. Έλαμπαν. Κι ας έβγαινε κοφτή η ανάσα από ένα καταταλαιπωρημένο σώμα. Ο ζωγράφος που σεβάστηκε την ανθρώπινη μορφή μετουσιώνοντας το υλικό σε άυλο, μεταπλάθοντας το χρώμα σε φως κι αποτυπώνοντας τις λεπτές αποχρώσεις της ψυχής, είχε φτάσει στο απόγειο της καλλιτεχνικής του ωρίμανσης.

Στον επικήδειο που εκφώνησα λίγες μέρες μετά είχα πει πως τον είχαν καλέσει οι άγγελοι για να τοιχογραφήσει τον άκτιστο ναό τ' ουρανού. Ίσως κανείς άλλος να μην μπορέσει ν' αποδώσει καλύτερα το αμόλυντο κι αέναο κι ανέσπερο φως στις μορφές των αγίων. Αυτό το φως που δεν ξεπηδά μόνο από τον χρωστήρα του ζωγράφου αλλά κι από τη δύναμη της ψυχής του ανθρώπου που πάλεψε στα μαρμαρένια αλώνια με την ανθρώπινη μοίρα και βγήκε νικητής. Έτσι τον θυμούμαστε. Νικητή. Και ζώντα. Μορφή αθανασίας είναι η τέχνη...

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ, 18-2-2016