ΣΦΑΚΙΑΝΟΙ...
Αγάλματα θεών ζωντανεμένα
Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ
Θυμήθηκα τον τρυφερό Λορέντζο Μαβίλη, έναν ποιητή που κατέβηκε στην Κρήτη να πολεμήσει στα χρόνια των τελευταίων μεγάλων επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Και γοητεύτηκε από το νησί και τους ανθρώπους του. Μιλώντας ο ίδιος στον Διευθυντή του «Νουμά» Δ. Ταγκόπουλο, δεν παρέλειψε να εκφράσει τον θαυμασμό του:
«Οι άνθρωποι εκεί πάνω είναι αληθινά αγάλματα θεών ζωντανεμένα. Τέτοια εντύπωση μου έκαμαν».
Κάθε φορά που βλέπω κάποιον ξεχωριστό Σφακιανό θυμάμαι τον Μαβίλη. Ο τόπος αυτός μπορεί να διατηρεί ένα κομμάτι αρχέγονης ύλης, αυτή που λέγεται ψυχή και, στην περίπτωσή μας, ίσως Κρητική Ψυχή.
Ο Νικόλας, ο Πώλος, ο Γιώργης… Ονόματα που παρελαύνουν κάθε φορά στο συναξάρι της καθημερινότητας, άλλος στα όρη, άλλος στη θάλασσα. Κι ο χρόνος, άυλος και αγέρωχος, επαναλαμβάνει τις μορφές, επαναλαμβάνει τις ψυχές, επαναλαμβάνεται. Κάθε φορά νομίζω πως βρίσκομαι στην αρχή των πραγμάτων. Οι μορφές, απλώς, καθρεφτίζουν τη μνήμη. Κι ύστερα αφουγκράζεσαι κάποιο μακρινό παππού να σου διηγείται την ίδια πάντα ιστορία. Που δεν τελειώνει ποτέ…
Ανασηκώνεις την κουρτίνα του χρόνου σαν την κουρτίνα της φωτογραφικής μηχανής. Κάθε φορά θυμάμαι τις μορφές που κατάφερα να φωτογραφίσω. Τον αγαλματένιο κι αγέρωχο Μποτζογιάννη, τους Γεωργέδες, τους Κριαράδες, ακόμη και τον παππού που δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω.
(Νικόλα, συγνώμη αν σε ξαφνιάζω, αλλά σ’ ένα τόπο που χρειάζεται αντιστάσεις ακόμη και η παράθεση μορφών είναι τσίγκλισμα. Για όσους μπορούν ακόμη να το καταλάβουν).
Υ.Γ.
Θα παραθέσουμε τα δυο σονέτα του Μαβίλη· γράφτηκαν για την Κρήτη και τους Κρητικούς. Το πρώτο, όταν ανέβηκε μαζί με τους πολεμιστές της Κρήτης από το φαράγγι της Ίμπρου στο όμορφο χωριό κι εκεί τους περίμενε μια ωραία Κρητικιά για να τους προσφέρει κρύο νερό:
Κρύο κρούσταλλο νερό τα ηλιοφρυμένα
χείλια θα υγράνη ευγενικιά ανθρωπότη
θα τους φιλέψει, πλούσιο φαγοπότι·
κορμιά απ' την πλήθια χάρη αλαφιασμένα,
αγάλματα θεϊκά ζωντανεμένα
θ' αγναντέψουν στην Νίμπρο εκεί την πρώτη
της λεφτεριάς αστραφτερή λαμπρότη
τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα.
Και το περνούν οι βλάμηδες λεβέντες
τ' ατέλειωτο φαράγγι όλο χαλίκι
μονοσκάνι με γέλια και κουβέντες.
Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι·
μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου
με τ' αγιασμένα δαφνοστέφανά του.
Το δεύτερο μιλά για την Κρήτη
Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,
τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
καταχνιά του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη:
«Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελατέ να χαρείτε μες της θείας
αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κι’ ελευτερία».