ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΓΑΜΟΙ ΚΡΑΤΟΥΣΑΝ 15 ΜΕΡΕΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ήμουν μάλλον τυχερός που γνώρισα τον Στέλιο Φουσταλιέρη, έναν από τους τελευταίους μεγάλους της μουσικής μας παράδοσης. Μίλησα κάμποσες φορές μαζί του (τον χειμώνα και την Άνοιξη του 1983), τον συνάντησα κι άλλες φορές μετά, μαγνητοφώνησα τη μουσική του, ακούμπησα το λατρεμένο του μπουλγαρί, τον φωτογράφισα... Κι όταν πριν από λίγες μέρες άκουσα ξανά τη φωνή του σε μια κασέτα και διάβασα τις πολλές σελίδες των σημειώσεων που κρατούσα, ένοιωσα μια βαθιά συγκίνηση. Ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε σαν φυλαχτό πολύτιμο το κληροδότημα γενεών και γενεών και ταυτόχρονα υπήρξε δημιουργός τραγουδιών που δεν θα ξεχαστούνε ποτέ... Όσο βαρούν τα σίδερα, Σαν είχες άλλον στην καρδιά...
Δημοσίευσα μια συνέντευξη του στις Κρητικές Εικόνες, το περιοδικό που εξέδιδα τότε, τον Μάρτη του 1983. Και τώρα ξετυλίγω πάλι το κουβάρι του χρόνου, ξαναδιαβάζω τα λόγια του, τον ακούω να μιλά για τις χαρές και τις πίκρες που σημάδεψαν την πορεία του, τον ακολουθώ νοερά στα παλιά σφακιανά γλέντια, νιώθω τα όρια του χρόνου να καταργούνται... Τα γλέντια κρατούσαν τότε... 15 μέρες!
Εκτεταμένα αποσπάσματα από αυτές τις συζητήσεις μαζί με τα σχετικά σχόλια και τις περιγραφές των γεγονότων θα δημοσιευτούν στο νέο τεύχος του περιοδικού ΥΠΕΡ Χ (διανέμεται δωρεάν στα Σ/Μ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ από τις 25 Οκτωβρίου 2016). Προς το παρόν αρκούμαι σε ένα μόνο απόσπασμα, χαρακτηριστικό μιας άλλης εποχής...
ΟΙ ΣΦΑΚΙΑΝΟΙ ΓΑΜΟΙ
Μιλώντας με τον Στέλιο Φουσταλιεράκη ξαναγυρνούσε κανείς στα περασμένα. Στις παλιές... ηρωικές στιγμές της κρητικής μουσικής, τότε που έπρεπε να είναι παλικάρι γερό ο λυράρης για να αντέξει μέχρι το τέλος τα περίφημα κρητικά γλέντια. Οι φημισμένοι μουσικοί του Ρεθύμνου ήταν περιζήτητοι στα Σφακιά.
- Όλοι οι ξακουστοί γάμοι γινότανε με τους Ρεθεμνιώτες λυρατζήδες και οργανοπαίχτες. Οι Σφακιανοί ήτανε χουβαρντάδες, φιλότιμοι και γλεντζέδες. Κάθε γάμος κρατούσε δεκαπέντε μέρες. Αρνιά σφαγμένα, κρέατα με το τσουβάλι. Και θωρούσες τους σκύλους να κείτουνται στις άκρες φαρδιοί πλατιοί. Ξαπλωμένοι οι σκύλοι εδώ κι εκεί και δίπλα τους πολλά κόκκαλα και κρέατα, μα ούτε αυτοί μπορούσαν να φάνε άλλο. Μέχρι κι οι σκύλοι ήτανε χορτασμένοι...
Οι μεγάλες κτηνοτροφικές οικογένειες των Σφακιών έδειχναν την ισχύ και τη δύναμή τους με τους γάμους. Εκατόμβες τα ζώα που σφάζονταν. Ο Στέλιος τα θυμούνταν με συγκίνηση, ήταν ένας άλλος κόσμος, μια άλλη Κρήτη. Οι λυρατζήδες δεν σταματούσαν να παίζουν. Κι οι Σφακιανοί δεν σταματούσαν να χορεύουν!
- Οι οργανοπαίχτες επαίζανε συνέχεια, μέρα νύχτα. Ξεχνούσα πότε κοιμήθηκα στο σπίτι μου. Και στο τέλος πρηζότανε τα δαχτύλια, σκιζότανε τα νύχια μας και ματώνανε τα χέρια μας. Ο κακομοίρης ο Καρεκλάς ήτανε άντρας, θηρίο, άντεχε. Μπορούσε να μην κοιμάται και να παίζει συνέχεια. Πότε - πότε βρισκόμουνα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και με σκουντούσε. Μα το πρόβλημά μου ήτανε άλλο. Από την πολλή λύρα έβγαζα απόστημα στις μασχάλες. Ύστερα, όταν ερχόταν ο κόσμος στο κέφι, έβγαζαν οι άντρες τα όπλα. Κεραμίδι δεν επόμενε, τζάμι δεν επόμενε. Πυροβολούσαν τις λάμπες πετρελαίου, τις σπούσανε κι αυτές κι οι οργανοπαίχτες συνέχιζαν να παίζουν στα σκοτεινά. Δεν επιτρεπόταν να σταματήσουν, οι Σφακιανοί μπορεί να το παίρνανε σαν προσβολή. Έπρεπε να 'σαι δυνατός για να αντέξεις. Πότε - πότε εβγάναμε πολλά λεφτά, πότε - πότε καθόλου. Μα δε μας επείραζε. Εμείς δεν επαίζαμε τότε για τα λεφτά. Από την κούραση πέφταμε από την καρέκλα κάτω, μα δε βαρυγνωμούσαμε. Τότες οι καρέκλες των λυρατζήδων ήτανε στεμένες στη μέση, δεν ξεχώριζαν από τον κόσμο, ήμασταν όλοι ένα.