ΤΙ ΘΕΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΤΟ!

 

Στους Γιάννηδες φίλους μου

Δεν ήταν τούτος σαν τους άλλους αγίους, δεν φορούσε μήτε χιτώνα, μήτε ράσο, μήτε στρατιωτικά ρούχα, σαν αυτά που φορούσαν οι καβαλάρηδες, ο Γεώργιος, ο Δημήτριος, ο Μηνάς, ο Νικήτας. Τούτος ήταν ντυμένος με μια μεγάλη προβιά, είχε φτερούγες στους ώμους και βάδιζε ξυπόλητος στους απέραντους δρόμους της παιδικής φαντασίας μου. Στην πάνω μεριά της εικόνας έγραφε μ' εκείνα τα μπερδεμένα βυζαντινά γράμματα ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ, όνομα κι επίθετο μαζί, έτσι νόμιζα.

Στεκόμουν συχνά κάτω από την εικόνα του, το βλέμμα μου μπερδευόταν στα γένια του, τον κοίταζα κι έλεγα: «τι θεριό είναι τούτο;» Τη μια μου θύμιζε τους αμείλικτους τιμωρούς των παραμυθιών, την άλλη τους αντάρτες που ροβολούσαν ακόμη στα βουνά της συλλογικής μας μνήμης κι ας μην είχα προλάβει εγώ να τους γνωρίσω. Θα 'μουν δεν θα 'μουν οκτώ χρονών όταν έμαθα για τον Ακρίτα τον Διγενή, που πάλευε λέει με τους οχτρούς κι ήταν ανίκητος, ακόμη και τον Χάροντα είχε αντροκαλέσει στα μαρμαρένια αλώνια. Δεν χρειάστηκε να τον πλάσω στη φαντασία μου, τον είχα δει στην εικόνα του Άι Γιάννη. Άγριο, με αχτένιστα μαλλιά και ατίθασα γένια.

Δεν ήξερα τι λένε τα συναξάρια, εγώ προτιμούσα να διαβάζω την εικόνα, «τι θεριό είναι τούτο;» Ο αντάρτης μιλούσε στην ψυχή μου, άγριος, τραχύς, αυστηρός, συννεφιασμένος. Τον φόρτωσα κι εγώ με δικά μου επίθετα, τον είπα τρομερό κι αγριογένη, πορευόμουν μαζί του, δεν τον φοβόμουν, ποτέ δεν τον είχα φοβηθεί. Κι όταν χρειάστηκε κάποτε να πλάσσω έναν ήρωα δικό μου, δεν δίστασα να του δώσω τ' όνομα του αντάρτη που μου κουβέντιαζε κάθε Κυριακή στην εκκλησιά ενός μικρού ορεινού χωριού. Γιάννης εκείνος, Χλωρογιάννης ο ήρωας μου στο μυθιστόρημα «Δυο φεγγάρια δρόμο». Τέτοια θεριά, αγίους κι ανθρώπους, χρειάζεται μια αντιηρωική εποχή σαν τη δική μας.

Ξαναβλέπω μπροστά μου την εικόνα του αναμαλλιασμένου αγίου με τα φτερά, τώρα ξέρω πως τα συναξάρια τον λένε και Πρόδρομο κι ανοίγει δρόμους, δεκαετίες πέρασαν από τότε, μεγάλωσα πια. 
Δεν ξέρω τι μ' έπιασε σήμερα, γιορτή του Άι Γιάννη, κι ανασκαλεύω τη μνήμη. Ίσως ταιριάζω μια-μια τις ψηφίδες του χρόνου, δεν ξέρω γιατί, μα όλοι οι καλοί φίλοι μου Γιάννηδες κουβαλούνε κάτι από την εικόνα της παιδικής μου μνήμης. Άλλος τη μορφή, άλλος την ψυχή, άλλος την καρδιά. Μάλλον θα τους διαλέγω κι εγώ, ας μην φορούνε προβιές, ας μην έχουν ξέπλεκα μαλλιά κι ατίθασα γένια, φτάνει που έχουν φτερά.

Χρόνια σας Πολλά, φίλοι μου. Πάντα γερά φτερά, πάντα ν' ανοίγετε δρόμους!

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ

Στη φωτογραφία. Λεπτομέρεια από εικόνα του Φραγκιά Καβερτζά, Μονή Ακρωτηριανής (Τοπλού) Κρήτης, 17ος αι.