Θέατρο: Τα μπουλούκια της Κρήτης και ο Μανωλάκης ο Μονάντερος

 Τα μπουλούκια της Κρήτης

και ο Μανωλάκης ο Μονάντερος

 
Ελάχιστα πράγματα γνωρίζομε σήμερα για τους αυτοσχέδιους θιάσους που ταξίδευαν με όλα τα μέσα (λεωφορεία, φορτηγά, γαϊδούρια) ή και οδοιπορούσαν για να δίνουν παραστάσεις από τη μιαν άκρη του νησιού ώς την άλλη
 
Κείμενο - φωτογραφίες: Νίκος Ψιλάκης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΥΠΕΡ Χ, τεύχος 70, Καλοκαίρι 2014)
 

Τον έλεγαν Μανώλη Γεωργιτσάκη. Μα οι περισσότεροι δεν τον ήξεραν με τ' όνομά του. Μονάντερο τον έλεγαν από μικρό, από τότε που συμμετείχε σε σχολικούς θιάσους. Μέχρι που αυτό το κοινότατο παρατσούκλι, που περιέγραφε κάποτε τους πολύ αδύνατους ανθρώπους, τους κοκαλιάρηδες, έγινε για τον ίδιο ταυτότητα: ο Μανωλάκης ο Μονάντερος. Και μόνο το όνομα αρκούσε για να ξεσηκωθούν τα σταφιδοχώρια στο πόδι, για να γεμίσουν οι πλατείες κι οι καφενέδες. Γιατί ο Μανωλάκης ήταν ηθοποιός. Ιδιότυπος θιασάρχης. Δημιουργούσε μικρούς περιφερόμενους θιάσους (τα «μπουλούκια» του παλιού καιρού) και γύρναγε την Κρήτη από τη μιαν άκρη ώς την άλλη.

Νανώλης Μονάντερος, θεατρικά μπουλούκια Κρήτης, θέατρο

 

Πολλά έχουν γραφτεί για τα μπουλούκια της Ελλάδας, για μια σπουδαία παράδοση που φαίνεται να ξεκίνησε τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και κράτησε για ενάμισι αιώνα σχεδόν. Απ' όσο γνωρίζω, δεν έχουν μελετηθεί τα μπουλούκια της Κρήτης, οι τοπικοί αυτοσχέδιοι θίασοι που δούλεψαν σχεδόν αποκλειστικά στην ύπαιθρο. Οι μεγάλες πόλεις δεν προσφέρονταν. Άλλωστε, στο Ηράκλειο και στα Χανιά έρχονταν φημισμένοι αθηναϊκοί θίασοι και έδιναν παραστάσεις για πολλές ημέρες. Βεάκης, Κοτοπούλη, Μαδράς, Λογοθετίδης και πολλά άλλα μεγάλα ονόματα περνούσαν βδομάδες ολόκληρες στο νησί και μάζευαν κόσμο και κοσμάκη στις λεγόμενες θεατρικές αίθουσες (μια απ' αυτές ήταν και η Μινώα, η Βασιλική του Αγίου Μάρκου). Για να προσελκύσουν το ντόπιο κοινό ανέβαζαν κατά καιρούς έργα τοπικών συγγραφέων, συνήθως ηρωϊκά, όπως του Αντ. Βορεάδη, του Γυμνασιάρχη Παλιεράκη, του Δημοσιογράφου Γιάννη Μουρέλου και άλλων. Το ενδιαφέρον αυτό φαινόμενο ξεκίνησε από τις αρχές του 20ού αιώνα. Τον Γενάρη του 1911 ο θίασος Στεφάνου ανεβάζει το έργο «η Κρήτη Παλαίουσα» του Αντ. Βορεάδη κι ένα μήνα μετά ο θίασος Καλογερίκου - Οικονόμου ανεβάζει το έργο «Θεία Δίκη» του ντόπιου Ηρακλειώτη συγγραφέα Νικολ. Σήφακα.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι τα τοπικά μπουλούκια δεν είχαν καμιά τύχη μπροστά σε τόσα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και στο συνωστισμό που παρατηρούνταν κάθε βράδυ στις διασκευασμένες αίθουσες.  

Δεν είναι γνωστό πότε και πώς σχηματίστηκαν τα πρώτα τοπικά μπουλούκια. Ούτε ποιοι ήταν οι αυτοσχέδιοι ηθοποιοί που τα στελέχωναν. Τούτο το κείμενο δεν φιλοδοξεί να καλύψει τα κενά της τοπικής θεατρικής ιστορίας, αλλά να δώσει μιαν αμυδρή εικόνα του τρόπου με τον οποίο λειτούργησαν τα μπουλούκια κατά την περίοδο 1930 -1960. Μοναδική πηγή του υπήρξαν οι ατέλειωτες συζητήσεις που έκανε ο συντάκτης του κατά τη δεκαετία του 1980 με τον μοναδικό θεατρίνο που ξεπέρασε το φόβο και τις προκαταλήψεις και βρέθηκε να παίζει θέατρο για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας. Τον Μανώλη Γεωργιτσάκη, τον πασίγνωστο Μονάντερο. Κάποιες από τις συζητήσεις μας καταγράφηκαν σε κασέτες. Από άλλες κρατήθηκαν μόνο σημειώσεις. Και μια αφήγησή του κινηματογραφήθηκε το 1987.

 

Το δάκρυ για τη Ζωζώ Νταλμάς

Τον Μανώλη Γεωργιτσάκη τον ήξερα από παιδί. Όταν σταμάτησε τις περιοδείες άνοιξε ένα μαγαζάκι στο κέντρο του Ηρακλείου, στον Αραστά. Επισκεύαζε αναπτήρες και πουλούσε ρολόγια και διάφορα μικροπράγματα (π.χ. στυλό με πολλά χρώματα). Για πρώτη φορά μίλησα μαζί του στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τον είχα τακτικότατο επισκέπτη στα γραφεία της εφημερίδας όπου δούλευα τότε, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα για να πει κάποιο καλαμπούρι ή κάποιο ανέκδοτο. Και, κυρίως, για να ιστορήσει περιστατικά από τη θεατρική περιπέτειά του. Ήταν γεράκος πια. Αλλά δεν είχε χάσει ούτε τη λεβεντιά ούτε την κορμοστασιά του κι ας κρατούσε πάντα το Αερολίν στο χέρι. Δύσκολα έπαιρνε την αναπνοή του. Όταν μιλούσε για το σανίδι τα ξεχνούσε όλα. Και τα γερατειά, και την αρρώστια.

Ονόματα μυθικά περνούσαν από μπροστά μας, Ζωζώ Νταλμάς, Ροζίτα Εσκενάζι... Γιατί ο Μανώλης Γεωργιτσάκης είχε θητεύσει και στην Αθήνα, σε θιάσους της εποχής. Από κει είχε ξεκινήσει τη θεατρική του καριέρα, από δεύτερους ρόλους...  Κι από περιοδείες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, σε χωριά και σε πόλεις. 'Έλεγε πως δεν ξεχνούσε ποτέ τα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, τους Έλληνες που περίμεναν τη Ζωζώ τους.

- Ώστε, την ήξερες τη Ζωζώ Νταλμάς!

- Σπουδαία γυναίκα. Την έκαμαν τσιγάρο και αφίσα για σαπούνια. Λέγανε πολλοί πως αγόραζαν τσιγάρα Σαντέ για να βλέπουν τη Ζωζώ. Μα εμένα με στεναχώρεσε. Ξέρεις ότι ήταν ερωμένη του Κεμάλ Ατατούρκ;

- Κάπου το έχω διαβάσει...

- Εμένα ρώτα αν θες να μάθεις την αλήθεια. Εκεί ήμουν, έφυγε μια βραδιά και βρέθηκε με τον Κεμάλ. Τι να κάμομε; Έτσι είναι αυτά. Μα να ξέρεις ότι η  Ζωζώ δεν ήταν άνθρωπος της δεκάρας. Τον γούσταρε τον Κεμάλ. Κατάλαβες; Δεν της κρατώ κακία.

Την πίκρα δεν την έκρυβε. Ούτε το δάκρυ... Τα υπονοούμενα πολλά, οι λεπτομέρειες λίγες.

 

Παιδικό όνειρο το θέατρο

Εκείνα τα χρόνια (δεκαετία του 1980) μεσουρανούσε η Μελίνα στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Ο Μανωλάκης ήθελε να τη συναντήσει, την περίμενε να κατεβεί στην Κρήτη για κάποια επίσημη επίσκεψη. Δεν ξέρω τι ήθελε να της πει. Δεν έμαθα. Μα κι εκείνος δεν κατάφερε να τη δει. Είπαμε, ήταν άρρωστος πια! Ήξερα ότι διεκδικούσε κάποια σύνταξη, αλλά δεν νομίζω να κατάφερε να την πάρει. Βρήκαμε το τηλέφωνο της Μελίνας και του το δώσαμε. Έκανε σαν μικρό παιδί που του χάρισαν ένα καινούργιο παιγνίδι.

- Θα ήθελες να παίξεις μαζί της στο θέατρο;

- Ακόμη και μια παράσταση θα με έκανε ευτυχισμένο.

Ο Μανωλάκης ήταν εξαιρετικός αφηγητής. Δονούνταν σύγκορμα σαν μιλούσε για τη ζωή του. Μερικές φορές δάκρυζε κιόλας. Καμάρωνε που μια ηθοποιός ήταν τότε Υπουργός Πολιτισμού. Πίστευε πως το θέατρο είναι σχολείο.

Στο θέατρο τον μύησαν οι δασκάλοι του στο δημοτικό. Έπαιξε σε κάποιες θεατρικές παραστάσεις, ξετρελάθηκε κι αποφάσισε ότι δεν θα έκανε τίποτ'  άλλο στη ζωή του. Και είναι αλήθεια ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα σχολεία της Κρήτης είχαν ανεβάσει εξαιρετικές παραστάσεις. Παράδειγμα, ο ρόλος του Καζαντζάκη στην Αντιγόνη, που συζητήθηκε πολύ στο Μεγάλο Κάστρο.

Έφηβος ακόμη βρέθηκε στην Αθήνα, προσπάθησε να κερδίσει τη ζωή και την καλλιτεχνική καταξίωση. Ίσως τα πιο σημαντικά επιτεύγματά του ήταν η γνωριμία με τους μεγάλους του αθηναϊκού θεάτρου και, κυρίως, την Ζωζώ Νταλμάς. Τον πήρε μαζί της. Πήγαν μέχρι την Πόλη. Δεν θυμόταν χρονολογίες. Θυμόταν μόνο πως, εκεί στην Πόλη, σημειώθηκε το γεγονός που τον συγκλόνισε: η σχέση της Ζωζώς με τον Κεμάλ.

Και τα μπουλούκια της Κρήτης;

-Λίγα! Στα χωριά έφτιαχναν θεατρικές ομάδες από παλιά. Έβρισκαν ένα έργο και το έπαιζαν. Αν πήγαινε καλά το έπαιζαν ξανά. Κι αν το μάθαιναν σε γειτονικά χωριά μπορεί να πήγαιναν κι εκεί. Όχι παραπέρα, όμως.

Από άλλες μαρτυρίες, καθώς και από διάφορες πηγές μαθαίνομε ότι μετά την Κατοχή παρατηρήθηκε ένα απίστευτο ξέσπασμα στα χωριά. Η συσσωρευμένη πίκρα έπρεπε να εκτονωθεί. Στα περισσότερα χωριά οι νέοι ανέβαζαν θέατρα. Η Γκόλφω και η Βοσκοπούλα έδιναν κι έπαιρναν. Ακόμη κι ο Πατούχας παίχτηκε πολλές φορές στα χωριά. Ο Μανωλάκης διέγνωσε πολύ γρήγορα τη δίψα του κόσμου. Τα περισσότερα ταξίδια του τα έκαμε τότε, μετά το 1945. Η περίοδος αυτή κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια.

Δεν υπήρχαν πολλοί θεατρίνοι. Τους ηθοποιούς που τον συνόδευαν τους εκπαίδευε ο ίδιος. Ξεκινούσαν από το Ηράκλειο και δεν ήξεραν πότε θα επέστρεφαν πίσω. Δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός, κανένα πρόγραμμα· βλέποντας και κάνοντας. 

Καμάρωνε πως εκείνος είχε φέρει το καινούργιο στην Κρήτη. Σκηνικά, επαγγελματικά κουστούμια, θεατρικά τρυκ, αυτοσχέδιες σκηνές που τις έστηνε ο ίδιος στις πλατείες και τους καφενέδες. Έχοντας δουλέψει με τα αθηναϊκά μπουλούκια, μπορούσε να γνωρίζει πολλά για τη δομή και τη λειτουργία τους. Καμάρωνε που μπορούσε να παίξει ολόκληρο έργο και τα μισά λόγια να είναι... δικά του. Ήξερε να αυτοσχεδιάζει ανάλογα με το κοινό. Και στους ηθοποιούς που τον ακολουθούσαν έκανε συνέχεια... σεμινάρια. Τι έπρεπε να κάνουν, πώς έπρεπε να φέρονται, και πώς μπορούσαν να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του κοινού. Μόνο που ο αυτοσχεδιασμός, έλεγε, είναι το πιο δύσκολο πράμα στο θέατρο. Αν την πεις την μπούρδα, δεν μπορείς να την πάρεις πίσω.

- Πετούσα έναν κρητικό λόγο, έκανα καλαμπούρια, πετούσα από τη χαρά μου αν έβλεπα ευχαριστημένους τους θεατές.

 

Το ρεπερτόριο

Τον ρωτούσα πώς πήγαινε από χωριό σε χωριό και χαμογελούσε. Όλα τα μεταφορικά μέσα τα είχε χρησιμοποιήσει. Από ταξί μέχρι... γάιδαρο! Κι αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος, υπήρχαν και τα πόδια. Ποδαρόδρομος! Έπαιρναν στους ώμους τις μεγάλες βαλίτσες με τις πραμάτειες, τα κοστούμια και τα σκηνικά και ξεκινούσαν. Κάπου θα έβρισκαν απόσκιο. Κι όσο για τον ύπνο, κανένα πρόβλημα. Στα πιο πολλά χωριά συνορίζονταν οι χωρικοί ποιος θα τους έπαιρνε στο σπίτι του. Σε μερικές περιπτώσεις χρειάστηκε να μείνουν στα καφενεία του χωριού. Αλλά κι εκεί γινόταν αληθινό τσιμπούσι με τα κεράσματα που τους κουβαλούσαν.

Μετά την Κατοχή είχαν μεγάλη πέραση τα σταφιδοχώρια του Μαλεβιζίου και της Πεδιάδας. Κι αν έβλεπαν οι θεατρίνοι ότι πήγαιναν καλά οι εισπράξεις... δεν έφευγαν. Έμεναν και δυο, και τρεις, και τέσσερις ημέρες. Κάθε μέρα είχαν και κάτι καινούργιο. Δράμα τη μια, κωμωδία την άλλη.

- Δεν πηγαίναμε ποτέ να παίξομε ένα έργο. Αυτά τα κάνουν σήμερα, εμείς ξέραμε πεντέξι έργα και μπορούσαμε να τα παίξομε χωρίς πρόβα. Τα ξέραμε τα λόγια. Λέγαμε: στο τάδε χωριό θέλουνε δράμα, στο τάδε κωμωδία. Ούτε μια βραδιά δεν καθίζαμε.

Τα έργα τα διάλεγε μόνος του. Ακόμη και στα στερνά του χρόνια θυμόταν απέξω ολόκληρους ρόλους. Τη Βοσκοπούλα, την Ασμέ, τη Λύσσα...

Ο Μανωλάκης πέθανε γύρω στο 1990 . Και πέθανε μαζί του μια ολόκληρη εποχή...