ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ "ΘΑΛΑΣΣΕΣ"

ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ "ΘΑΛΑΣΣΕΣ"

Συγκινητικά λόγια για τις "Θάλασσες" από μια καταξιωμένη χειρίστρια του λόγου, την Κυριακή Μπεϊόγλου, συνεργάτιδα της Εφημερίδας των Συντακτών. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο "Νησίδες" την 1η Δεκεμβρίου 2018 (https://www.efsyn.gr/arthro/sopainoyn-oi-thalasses). Το μεταφέρω κι εδώ μαζί με πολλές - πολλές ευχαριστίες:

ΝΗΣΙΔΕΣ

Σωπαίνουν οι θάλασσες;

Συντάκτης: Κυριακή Μπεϊόγλου

Λέγεται πως αν ένα βιβλίο καταφέρει από την πρώτη σελίδα να σε καθηλώσει στις γραμμές του, στις λέξεις του, τότε είναι σίγουρο πως είναι ένα βιβλίο που θα σε κατακτήσει. Πάντα πίστευα ότι αυτό είναι ένας «λογοτεχνικός μύθος». Πολλά από τα παγκόσμια λογοτεχνικά αριστουργήματα έχουν μάλλον ανιαρές και εξαιρετικά κοινότοπες πρώτες σελίδες. Όμως, αυτό που ίσως συμβαίνει είναι πως από την πρώτη σελίδα καταλαβαίνεις αν επικοινωνείς σε κάποιο βαθμό με τον συγγραφέα.

Αρχίζοντας λοιπόν -ανυποψίαστη είναι η αλήθεια- να διαβάζω το «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν» (Εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ) του Κρητικού συγγραφέα, δημοσιογράφου και ερευνητή Νίκου Ψιλάκη, έχω τα συμπτώματα ενός ενθουσιασμού που προχωρώντας την ανάγνωση έγινε βαθιά ικανοποίηση.

Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία που αναφέρεται σε ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά της ναζιστικής κατοχής. Το πλοίο Τάναϊς ή Δανάη, που μετέφερε στ' αμπάρια του όλους τους Εβραίους της Κρήτης, Έλληνες ομήρους, και Ιταλούς αντιφασίστες, βυθίστηκε μυστηριωδώς το 1944. Είναι ένα πολυφωνικό ιστορικό μυθιστόρημα γραμμένο με έναν μεστό λογοτεχνικό λόγο.

Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα εντάσσεται εναρμονισμένα στην πλοκή της ιστορίας. Ο αφηγητής -γιος ενός από τους χαμένους στο ναυάγιο- ψάχνει είκοσι χρόνια μετά, μέσα από τις αφηγήσεις αυτές, να βρει τα ίχνη του πατέρα του. Αλλά στους ταραγμένους εκείνους καιρούς η αλήθεια είναι μια άκρως υποκειμενική υπόθεση.

Είναι εμφανής η προσεκτική και αναλυτική μελέτη εκείνης της εποχής από τον συγγραφέα που, εκτός από την εποχή, μεταφέρει με τρόπο πειστικό τις ιδιαιτερότητες της κοινότητας των Εβραίων της Κρήτης. Μιας κοινότητας που μέσα σε μια ώρα είδε να αδειάζει μια ολόκληρη γειτονιά. 300 άνθρωποι χάθηκαν έτσι ξαφνικά μια καλοκαιρινή νύχτα.

Και φυσικά ο ζωντανός κρητικός λόγος ρέει στο μυθιστόρημα. Γνήσια δημοτική λαλιά και μελωδική.

Το ντόπιο ιδίωμα υψώνεται σε μια γλώσσα ικανή να αποδώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συγγραφικού στοχασμού:

«Πρέπει να σου πω από την αρχή την ιστορία για να καταλάβεις τι γινόταν... Ξημερώματα στις δύο του Ιούνη άρχισε να χτυπά η καμπάνα. Αν δεν έχεις χάσει κι εσύ το θυμητικό σου, θα κατέχεις πως ό,τι και να γίνει εδώ από την καμπάνα το μαθαίνουμε. Αλλιώς ακούγεται κάθε φορά το παίξιμό της. Λυπητερό αν είναι για θάνατο, κελαρυστό αν είναι για χαρά, ζόρικο αν είναι για κίνδυνο. Τότες εχτυπούσε διαολισμένα. Τρέξαμε στην εκκλησία, θαρρούσαμε πως είχε πάρει φωτιά το χωριό. Είδαμε τον παπά να σύρνει με τέτοια βιάση τα καμπανόσκοινα που έτρεχε ο ίδρος κουτσουνάρα. Εκεί κι ο ξαδερφουλάς σου το Ρουσσάκι, εκεί κι ο γερο-Βλοητός ο τελάλης, εκεί κι η ανιψιά σου η Ευγενικούλα. […] Έβλεπα τους χωριανούς να μαζεύονται και άφρισα από το κακό μου. Λέω τους: Οι καμπάνες, μωρέ, δεν χτυπήσανε για να σας καλέσουν να πιάσετε την κουβέντα. Πάρετε τους δρόμους, γυρέψετε τα πηγάδια, τρέξετε στους γκρεμούς· αν έχει πέσει πουθενά πληγωμένος, θα χρειάζεται συντρομή».

Μια από τις πιο δυνατές στιγμές του βιβλίου είναι η πορεία των Εβραίων κρατουμένων προς το λιμάνι για να επιβιβαστούν στο «μαύρο» πλοίο:

«Πρώτοι ξεκίνησαν οι Εβραίοι. Τους σταμάτησαν σ' ένα μικρό πλάτεμα του δρόμου και τους ανάγκασαν να σχηματίσουν τριάδες· δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω παραταχτήκαν ισχυρές δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής, όλοι με προτεταμένες τις κάνες των όπλων. […] Κάποιοι τολμούσαν να φωνάξουν "κουράγιο", άλλοι σήκωναν τα χέρια και χαιρετούσαν αμήχανα. Ξεχώρισα μια μωρομάνα που κρατούσε πάνω στην κεφαλή το φασκιωμένο βρέφος της και όπου έβλεπε μια γυναίκα της φώναζε να το πάρει, να το κάνει δικό της παιδί. Οι μάνες έχουν πάντα την ικανότητα να προαισθάνονται το κακό. Στεκόμουν στην κατηφόρα κοντά στην Πύλη του Ιησού κι είχα καρφωμένα τα μάτια μου σ' αυτούς που περνούσαν, στη μακρά πομπή των μελλοθανάτων».

Τελειώνοντας το βιβλίο είχα τη διάθεση να ψάξω περισσότερο εκείνη την περίοδο. Νομίζω πως αυτό θα πρέπει να είναι η δικαίωση κάθε ιστορικού μυθιστορήματος, να φέρει στην επιφάνεια όσες περισσότερες πλευρές από την εποχή στην οποία αναφέρεται δημιουργώντας στον αναγνώστη την επιθυμία να τη γνωρίσει καλύτερα.

Έκλεισα το βιβλίο και είδα και πάλι τον τίτλο. Σωπαίνουν οι θάλασσες; αναρωτήθηκα. Στο μυαλό μου έρχονται οι εικόνες των τελευταίων χρόνων με πρόσφυγες να πνίγονται αβοήθητοι στα νερά της Μεσογείου. Σωπαίνουν, σκέφτηκα, και έχουν μέσα τους ναυάγια και ανθρώπινες ιστορίες. Βιβλία σαν κι αυτό μιλάνε για όλα όσα κρύβουν στα βάθη τους.

Ο Ν. Ψιλάκης κατάφερε να ανασύρει στην επιφάνεια μια τραγική ιστορία της ναζιστικής θηριωδίας και να προσφέρει στους αναγνώστες ένα δυνατό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Ένα μυθιστόρημα «μνήμης». Θυμίζοντάς μας πως η μνήμη δεν είναι μόνο το αποτύπωμα του παρελθόντος πάνω μας. Είναι και αυτό που φυλάει ό,τι είναι σημαντικό από τις πιο βαθιές ελπίδες μας.