«...Καλύτερα να σκοτώσουν έναν παπά παρά να ξεκληρίσουν ένα χωριό»

 Η Μαρία ήταν τότε μόλις πέντε χρονών, μα δεν μπορεί να ξεχάσει.

Οι Γερμανοί στέκονταν στην πόρτα της εκκλησίας με όπλα προτεταμένα.

Περίμεναν τον Δωρόθεο (καλόγερος ήταν) να τελειώσει.

Κι όταν του ζήτησαν οι χωριανοί να βγάλει τα ράσα και να φύγει, χαμογέλασε...

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Δημοσιεύτηκε στο περτιοδικο ΥΠΕΡ Χ, τον Δεκέμβριο του 2014

 

Τη μέρα του Άι Γιάννη του Θεολόγου, 26 του Σεπτέμβρη, διάλεξαν οι Γερμανοί για να συλλάβουν τον παπά Δωρόθεο. Ήξεραν πως θα τον έβρισκαν στην εκκλησία να λειτουργά, όπως έκανε σε κάθε μεγάλη γιορτή. Αξημέρωτα ακόμη ακούστηκε βρούχος στους δρόμους, το γερμανικό απόσπασμα είχε κυκλώσει την εκκλησία. Οι Βασιλειές, το χωριό όπου ιερουργούσε ο Δωρόθεος, ζουν συγκλονιστικές στιγμές. Ο ντελικάτος παπάς της ενορίας υμνεί τον Θεό του, σηκώνει τα Άγια των Αγίων, τελεί την αναίμακτη θυσία στο ιερό θυσιαστήριο. Με την άκρη του ματιού του βλέπει να ναζιστικά όπλα να τον σημαδεύουν, μα δεν δειλιάζει. Ατάραχος σα να μη συνέβαινε τίποτα συνεχίζει τη λειτουργία. Ούτε βιασύνες χωρούσαν σε τέτοιες στιγμές ούτε φόβοι.

Κόσμος πολύς στην εκκλησία, μεγάλοι και μικροί παρόντες. Σαν μαγνήτης τους τραβούσε ο ψυχωμένος παπάς. Δεν μιλούσε μόνο για τον Θεό στο κήρυγμά του, μιλούσε και για το δίκιο. Και για το χρέος απέναντι στην πατρίδα. Εκείνο το μελαγχολικό φθινόπωρο του 1943 φαινόταν καθαρά πως οι μέρες του ναζιστικού θεριού ήταν μετρημένες. Κι ο λόγος του παπά Δωρόθεου θα μπορούσε να προσφέρει πάλι κουράγιο στους ενορίτες. Ν' αντέξουν...

Οι Γερμανοί διστάζουν να μπουκάρουν στην εκκλησία όπως είχαν κάμει κάμποσες άλλες φορές. Σταματούν στην αυλή, προβαίνουν στην πόρτα κι από τα μάτια τους ξεχειλίζει η φοβέρα. Τα όπλα τους είναι πάντα προτεταμένα, τα δάκτυλα στη σκανδάλη, λες κι είχαν να πολεμήσουν με οργανωμένο στρατό. Ο αντάρτης παπάς δεν πρέπει να τους ξεφύγει.

Δυο αθώα παιδικά μάτια παρακολουθούν μια τον αγέρωχο ιερέα και μια τα προτεταμένα όπλα των Γερμανών. Η Μαρία, αυτό είναι το όνομα του παιδιού, Μαρία Παρασύρη, βλέπει την αναστάτωση μα δεν φοβάται, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο. Δεν μπορεί καν να καταλάβει ότι τα τέρατα του ναζισμού έχουν ήδη βεβηλώσει έναν ιερό χώρο.

 

Πέρασαν τα χρόνια, σταμάτησαν τα γερμανικά γιουρούσια, σταμάτησαν κι οι βεβηλώσεις των εκκλησιών, λευτερώθηκε ο τόπος. Η Μαρία μεγάλωσε κουβαλώντας στην ψυχή της τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν εκείνη τη μέρα στο χωριό της. Τη συναντήσαμε 71 χρόνια μετά, μα τώρα πια δεν τη λένε Μαρία. Τη λένε Μαγδαληνή. Είναι μια σεβάσμια μορφή αφιερωμένη στην πίστη της. Είναι ηγουμένη στο μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης στα βουνά του Κρουσώνα.

 

«Ναι, ήμουν εκεί...»

 

- Ναι, ήμουν εκεί. Θυμάμαι την αγιασμένη μορφή του Δωρόθεου, είχα την τύχη να με βαφτίσει εκείνος, να με σηκώσει πολλές φορές στην ποδιά του. Τον αγαπούσα, όλοι τον αγαπούσαμε στο χωριό. Θυμάμαι και τους Γερμανούς. Στέκονταν στην αυλή και περίμεναν.

 

Καιρός, όμως, να δούμε ποιος ήταν εκείνος ο ιερωμένος που περιφρονούσε τον κίνδυνο. Τον έλεγαν Δωρόθεο Τσαγκαράκη. Ήταν καλόγερος, γεννημένος στο Οροπέδιο, κι εκείνα τα χρόνια εκτελούσε χρέη εφημερίου στις Βασιλειές. Κι άλλη φορά γράψαμε σε τούτο το περιοδικό για την προσφορά του. Στο τεύχος 47 του 2007 ο λόγιος κτηνίατρος Γιάννης Καραβαλάκης δημοσίευσε ένα εκτενές μα και τεκμηριωμένο άρθρο για τη ζωή και το έργο του. Τα στοιχεία που παρέθεσε ήταν συγκλονιστικά. Ο Δωρόθεος ήταν θείος του...

Επανερχόμαστε σήμερα γιατί πιστεύομε πως δεν έχουν σημασία μόνο τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα βιώνουν οι άνθρωποι. Η μαρτυρία της Ηγουμένης μας θυμίζει πάλι τον ήρωα...

- Έτρεξαν οι χωριανοί, μπήκαν στο ιερό, μίλησαν στον ιερέα. Του πρότειναν να φύγει για να μην τον συλλάβουν. Υπήρχε τρόπος, θα τον έντυναν με άλλα ρούχα, θα έκρυβαν τα ράσα στην εκκλησία και θα τον φυγάδευαν από τη δυτική πόρτα· κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Τον παρακαλούσαν, «φύγε, πάτερ, φύγε και μη σε νοιάζει, κανείς δεν θα σε γνωρίσει». Τους άκουσε εκείνος, χαμογέλασε και χωρίς να το σκεφτεί τους απάντησε: «Όχι, δεν θα φύγω. Ας έρθουν να με συλλάβουν στο θυσιαστήριο μου. Καλύτερα να σκοτώσουν έναν παπά παρά να πληρώσει τη νύφη ένα ολόκληρο χωριό». Πίστευε πως αν δεν τον συλλάμβαναν θα έστηναν τους μισούς χωριανούς στο απόσπασμα, ήξερε πως θα ήταν σκληρά τα αντίποινα των Γερμανών.

Πέρασε η ώρα, τέλειωσε η λειτουργία, ατάραχος ο καλόγερος μοίρασε το αντίδωρο. Οι Γερμανοί δεν κρατιούνταν. Σίμωσαν πιο κοντά, λυσσούσαν. Δεν ήξεραν οι βάρβαροι πως οι ήρωες δεν δειλιάζουν... Μόλις τον είδαν να προβαίνει στην πόρτα πέφτουν πάνω του, τον συλλαμβάνουν. 26 του Σεπτέμβρη, μέρα γιορτής. Του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου...

 

«Είχε μόνο το σκέτο ράσο του.

Και μια κουβέρτα στη μασχάλη...»

 

 Ακούμε την αφήγηση της Μαγδαληνής. Η συγκίνηση πνίγει τη φωνή της. Άγιο τον θεωρεί τον Δωρόθεο. Κι εθνομάρτυρα. Δεν λογάριασε τη ζωή του, δεν τον ένοιαζε αν πέθαινε. Ήθελε μόνο να σώσει το ποίμνιό του.

- Τους είδα την ώρα που τον συλλαμβάνανε. Είχαν και μια γυναίκα μαζί τους, μια διερμηνέα. Εκείνη του μίλησε πιο ήρεμα, του είπε να πάρει μια κουβέρτα μαζί του γιατί θα τη χρειαζόταν στη φυλακή. Δεν επέστρεψε ποτέ στο χωριό.

Στο μυαλό του πεντάχρονου κοριτσιού καταγράφηκε η τελευταία εικόνα. Να πώς:

- Από ψηλά, από το πατρικό μου σπίτι, κοίταζα το δρόμο. Κι είδα τον Δωρόθεο να τον τραβούνε. Δεν είχε τίποτ' άλλο μαζί του, μόνο το σκέτο ράσο που φορούσε και μια κουβέρτα. Την κρατούσε στη μασχάλη και προχωρούσε στον Γολγοθά του σαν μάρτυρας.

  

«Του έβγαλαν τα δόντια με τανάλια...»

 

Είκοσι χρόνια μετά, το 1963, η σημερινή Ηγουμένη κατέφυγε στο Μοναστήρι της μετανοίας της. Παλιοί αντάρτες που έμαθαν πως η καινούργια καλόγρια ήταν από τις Βασιλειές πήγαν και τη βρήκαν.

- Ήξερα, λέει, πως τον είχαν εκτελέσει τον Δωρόθεο, αλλά δεν ήξερα τίποτα για το φρικτό τέλος του. Εδώ έμαθα πως τον βασάνισαν φρικτά. Του έβγαζαν ένα-ένα τα δόντια με τανάλια, του έβγαζαν τα νύχια, του ξερίζωναν τα γένια. Κι αφού κατάλαβαν ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν γίνονται προδότες και δεν λυγίζουν όσο κι αν τους βασανίζουν, τον έστειλαν στο απόσπασμα. Τον εκτέλεσαν.

Ένας καλόγερος εκτελέστηκε, σκοτώθηκε. Κι ένα σύμβολο γεννήθηκε.

Δεν ήταν τυχαίος ο Δωρόθεος. Είχε πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης, είχε ανηφορίσει στα βουνά με τους αντάρτες, έκανε εράνους κι έστελνε όσα μάζευε στο βουνό, είχε κι ένα ραδιόφωνο στην εκκλησία. Για να ακούει τους ελεύθερους σταθμούς... 

 

Σαν υστερόγραφο...

Ευχαριστούμε την Ηγουμένη για την ωραία της αφήγηση. Σε τέτοιες δύσκολες εποχές χρειάζεται να θυμούμαστε ότι τούτος ο τόπος γεννά ανθρώπους που αψηφούνε τον θάνατο. Γεννά Δωροθέους.

Ευχαριστούμε και τον κ. Καραβαλάκη για τα όσα σημαντικά έχει γράψει και μας έχει διηγηθεί κατά καιρούς. Σε κείνον ανήκει και η φωτογραφία που δημοσιεύομε.

Ο Δωρόθεος είναι σύμβολο ενός λαού που δεν σκύβει το κεφάλι...

Ήταν πλασμένος από κείνη την αγγελική πάστα που δίνει στον άνθρωπο φτερά.

Που θυσιάζει αγόγγυστα το σαρκίον του για να σωθούνε οι άλλοι!

 

ΕΝΘΕΤΟ

Ιδού, λοιπόν, οι «ιππότες»!

Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι «ιππότες», που έδωσαν «έντιμες» μάχες για να κατακτήσουν την Κρήτη. Πολύς λόγος έγινε τον τελευταίο καιρό για τους «βάρβαρους Κρητικούς» που παραβίαζαν το... «δίκαιο του πολέμου» και δεν άφηναν τους γενναίους στρατιώτες των Ναζί να... κοιμούνται τις νύχτες.

Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι «ιππότες» που στάλαζε από τα χείλη τους η ευγένεια. Βεβήλωναν εκκλησίες, τρομοκρατούσαν. Τάχατες δεν μπήκαν στον ιερό χώρο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, τάχατες «σεβάστηκαν» τη λειτουργία και την ίδια στιγμή πολιορκούσαν το ιερό θυσιαστήριο. Και στο τέλος, χίμηξαν πάνω στον παπά, τον άρπαξαν μπροστά από τα μάτια των ενοριτών του, εκείνων που λίγα λεπτά πριν έπαιρναν αντίδωρο κι ασπάζονταν το χέρι του με σεβασμό.